Μεσημέρι βουβό, περιμένει,
εκείνο το ξένο χέρι στο μπράτσο του,
μήπως του φυσήξει ξανά την πνοή που χρειάζεται
για να υπομείνει με περισσότερη αντοχή την τσιμεντένια υποδοχή,
την άδεια από μάσκες πλατεία.
Τον δρόμο με τις μαργαρίτες ,τον αδιάβατο από πόδια,
μάτια, χέρια, στόμα σε ένα τιμόνι που φίλησε ειρωνικά ένας ίλιγγος.
Ήταν μεσημέρι θαρρώ όταν αποφασίσαμε να ταίσουμε στο στόμα
εκείνον τον κό...τσυφα, θυμάσαι;
Είχε ραγισμένο το ράμφος και μας κοιτούσε σαν παιδί σε τιμωρία.
Πιό κεί το τρένο περνούσε σφυρίζοντας δίπλα στις πλάνες μας.
Και μια κυρία περίλυπη τάιζε τον αέρα με τον κρότο της φωνής μας.
Ήταν αυτός ο κρότος που στόλιζε τα αντίο μας , θυμάσαι;
Είχες στα μάτια το χρώμα της ελιάς όταν είπαμε κι εμείς αντίο,
όχι σε εμάς, αλλά σε όλα αυτά που δεν θύμιζαν αγάπη.
Κι έγειρα σούρουπο στον τοίχο με τα γιασεμιά,
ήταν μεσημέρι 'οταν έφυγες από το νησί,
σε κοίταζα να απομακρύνεσαι, ψηλός και αλύγιστος σαν τον Νοτιά,
πρόλαβα να σε δοξάσω
κι εσύ μου είπες πως πολύ με αγάπησες,
κι ήταν αυτό αρκετό να δω την σελήνη γεμάτη,
και μια θαμπωμένη από φως τρύπα στο μυαλό μου άνοιγε σαν καταπακτή,
φώναζε πίσω σου, τρέχα,
τρέχα πριν μετανοιώσω και σου πω σε αγαπώ,
μαζί συμφωνήσαμε να σκοτώσουμε και την τελευταία εικόνα
που θύμιζε αγάπη κι έρωτα.
Ας είναι!
Βαθιά μας κρατήσαμε τον έρωτα που γκρεμίζει ανθρώπους
εκείνο το ξένο χέρι στο μπράτσο του,
μήπως του φυσήξει ξανά την πνοή που χρειάζεται
για να υπομείνει με περισσότερη αντοχή την τσιμεντένια υποδοχή,
την άδεια από μάσκες πλατεία.
Τον δρόμο με τις μαργαρίτες ,τον αδιάβατο από πόδια,
μάτια, χέρια, στόμα σε ένα τιμόνι που φίλησε ειρωνικά ένας ίλιγγος.
Ήταν μεσημέρι θαρρώ όταν αποφασίσαμε να ταίσουμε στο στόμα
εκείνον τον κό...τσυφα, θυμάσαι;
Είχε ραγισμένο το ράμφος και μας κοιτούσε σαν παιδί σε τιμωρία.
Πιό κεί το τρένο περνούσε σφυρίζοντας δίπλα στις πλάνες μας.
Και μια κυρία περίλυπη τάιζε τον αέρα με τον κρότο της φωνής μας.
Ήταν αυτός ο κρότος που στόλιζε τα αντίο μας , θυμάσαι;
Είχες στα μάτια το χρώμα της ελιάς όταν είπαμε κι εμείς αντίο,
όχι σε εμάς, αλλά σε όλα αυτά που δεν θύμιζαν αγάπη.
Κι έγειρα σούρουπο στον τοίχο με τα γιασεμιά,
ήταν μεσημέρι 'οταν έφυγες από το νησί,
σε κοίταζα να απομακρύνεσαι, ψηλός και αλύγιστος σαν τον Νοτιά,
πρόλαβα να σε δοξάσω
κι εσύ μου είπες πως πολύ με αγάπησες,
κι ήταν αυτό αρκετό να δω την σελήνη γεμάτη,
και μια θαμπωμένη από φως τρύπα στο μυαλό μου άνοιγε σαν καταπακτή,
φώναζε πίσω σου, τρέχα,
τρέχα πριν μετανοιώσω και σου πω σε αγαπώ,
μαζί συμφωνήσαμε να σκοτώσουμε και την τελευταία εικόνα
που θύμιζε αγάπη κι έρωτα.
Ας είναι!
Βαθιά μας κρατήσαμε τον έρωτα που γκρεμίζει ανθρώπους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου