Λεπτά και μακριά τσιγάρα καπνίζει τώρα η Μισέλ
εκείνο το ταγάρι της επανάστασης λεκιάζει από υγρασία στο πατάρι
Προσέχει από μακριά το ποτάμι της πόλης
Κάποτε αψήφισε τον θάνατο, μα όχι πια.
Τώρα το γραφείο της γέμισε σχέδια και πλάνα με πελάτες λιπόσαρκους,
... σπίτια σε νησιά που αψηφούν τους νόμους,
οι αυλές αντικαστάθηκαν από κήπους πολυτέλειας και ρηχής επίδειξης μικρών δεινοσαύρων.
Μα πάντα η παλιά σαύρα ξύνει την κοιλιά της...
Παρίσι-Αθήνα, μια πτήση βραδινή, πίνοντας κρασί κόκκινο.
Αυτό που έμεινε από τον παλιό Μάη ένα ταγάρι κι ένα κοινόβιο στην φτωχική καβάτζα του μυαλού της.
Τώρα είναι ο καιρός για δράματα,
αν χρειαστεί ξανά να αψηφίσει θάνατο να σώσει άλλον, δεν θα το κάνει.
Ευγενικά θα τον αφήσει στην άκρη του δρόμου σαν πτώμα.
Την επόμενη Κυριακή θα πετάξει το ταγάρι και κάτι βινύλια ξεχασμένα.
Μόνο η Μπίλυ θα τραγουδάει με στόμα γεμάτο πικροδάφνες
Και η Μισέλ με μάτι κρύο θα κεράσει καφέ τον επόμενο δεινόσαυρο
Η πισίνα θα ξεπλένει το ποτάμι της πόλης ενώ η Μπίλυ θα αγκαλιάζει την Μαρία,
ήταν καιρός να ανταμώσουν οι νεκροί οι αγαπημένοι
Κι όσο αυτές θα τραγουδούν με λυπημένο πάθος,
η Μισέλ, φυσικά χωρίς να τις ακούει,
θα χορεύει μόνη της σε ένα άδειο τεράστιο δωμάτιο ξενοδοχείου
πίνοντας κρασί κόκκινο
Κι εκείνος ο παλιός λαμπρός Μάης θα κάνει μια βραδινή πτήση
Παρίσι- Αθήνα,
θα τρίζει τα δόντια σαν σκουριασμένος σιδηρόδρομος.
Και θα θυμίζει ,πως κάποτε, η Μισέλ αψήφισε τον θάνατο
Τότε που πήρε σχεδόν στην πλάτη της έναν μισοπεθαμένο λύκο
Τον είχαν γονατίσει οι μπάτσοι στο ξύλο
αλλά ποτέ αυτός δεν έγινε πρόβατο....
Μακρινές εποχές υπόσχονταν θαύματα...
εκείνο το ταγάρι της επανάστασης λεκιάζει από υγρασία στο πατάρι
Προσέχει από μακριά το ποτάμι της πόλης
Κάποτε αψήφισε τον θάνατο, μα όχι πια.
Τώρα το γραφείο της γέμισε σχέδια και πλάνα με πελάτες λιπόσαρκους,
... σπίτια σε νησιά που αψηφούν τους νόμους,
οι αυλές αντικαστάθηκαν από κήπους πολυτέλειας και ρηχής επίδειξης μικρών δεινοσαύρων.
Μα πάντα η παλιά σαύρα ξύνει την κοιλιά της...
Παρίσι-Αθήνα, μια πτήση βραδινή, πίνοντας κρασί κόκκινο.
Αυτό που έμεινε από τον παλιό Μάη ένα ταγάρι κι ένα κοινόβιο στην φτωχική καβάτζα του μυαλού της.
Τώρα είναι ο καιρός για δράματα,
αν χρειαστεί ξανά να αψηφίσει θάνατο να σώσει άλλον, δεν θα το κάνει.
Ευγενικά θα τον αφήσει στην άκρη του δρόμου σαν πτώμα.
Την επόμενη Κυριακή θα πετάξει το ταγάρι και κάτι βινύλια ξεχασμένα.
Μόνο η Μπίλυ θα τραγουδάει με στόμα γεμάτο πικροδάφνες
Και η Μισέλ με μάτι κρύο θα κεράσει καφέ τον επόμενο δεινόσαυρο
Η πισίνα θα ξεπλένει το ποτάμι της πόλης ενώ η Μπίλυ θα αγκαλιάζει την Μαρία,
ήταν καιρός να ανταμώσουν οι νεκροί οι αγαπημένοι
Κι όσο αυτές θα τραγουδούν με λυπημένο πάθος,
η Μισέλ, φυσικά χωρίς να τις ακούει,
θα χορεύει μόνη της σε ένα άδειο τεράστιο δωμάτιο ξενοδοχείου
πίνοντας κρασί κόκκινο
Κι εκείνος ο παλιός λαμπρός Μάης θα κάνει μια βραδινή πτήση
Παρίσι- Αθήνα,
θα τρίζει τα δόντια σαν σκουριασμένος σιδηρόδρομος.
Και θα θυμίζει ,πως κάποτε, η Μισέλ αψήφισε τον θάνατο
Τότε που πήρε σχεδόν στην πλάτη της έναν μισοπεθαμένο λύκο
Τον είχαν γονατίσει οι μπάτσοι στο ξύλο
αλλά ποτέ αυτός δεν έγινε πρόβατο....
Μακρινές εποχές υπόσχονταν θαύματα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου