Όταν βγήκε έξω, είχε αρχίσει αυτή η ευεργετική βροχή μετά τον Χειμώνα. Πάντα του άρεσε να την ακούει με ανοιχτά παράθυρα. Το γραφείο του όπως το είχε αφήσει την τελευταία ημέρα. Η πίπα ξεκουραζόταν στο τασάκι κι η μυρωδιά του καπνού έμεινε στους τοίχους να θυμίζει τις τελευταίες σελίδες του Δέκα.
Ο δρόμος γλιτσιασμένος, ένας σκύλος με κατεβασμένα αυτιά τον προσπέρασε, ενώ το νερό, γινόταν ήδη ένα με το χώμα.
Βήματα βιαστικά στην άσφαλτο.
Όλη του η ζωή πέρασε μπροστά του σαν μια μπουκιά ψωμί στο στόμα ενός λύκου. Από χέρι σε χέρι κι από στόμα σε στόμα. Βρήκε ένα καφενείο στην πρώτη γωνία του δρόμου. Μισοάδειο και κάπως ξεκομένο από την ροή του κόσμου.
Ζητούσε η καρδιά του τσίπουρο και μεζέ. Κάθισε στην άκρη κι άρχισε να παρατηρεί έξω από την γυάλινη τζαμόπορτα.
Έπιανε κάτι απροσδιόριστο στην ατμόσφαιρα, κάτι λυπημένο και τελειωμένο.
Όχι σαν τον θάνατο που πέρασε πάνω του σαν μια διάφανη κουρτίνα. όχι σαν τους ήρωες του, που δεν του κανε καμμιά όρεξη να τους σκεφτεί. Καθώς κατάπινε τις γουλιές κατάλαβε πως δεν μποορούσε να εξηγήσει τι ήταν αυτό το απροσδιόριστο, ήξερε όμως τι δεν ήταν.
Χαμογέλασε στραβά καθώς σκέφτηκε όλους εκείνους τους ανέραστους πόντικες της διανόησης και της κουλτούρας σκυμμένους πάνω από αυτά που είχε γράψει σε καιρούς μιας πνιγηρής κι ατέλειωτης μοναξιάς.
Τους άρεσε να εξηγούν, να μεταφράζουν σε λέξεις όλα κείνα που δεν έζησαν. Χωρίς να χουν μέσα στο στήθος τους αυτήν την ζωή που σε τρώει καθώς σου υπαγορεύει νοερά να την ζήσεις. Άνθρωποι γκρίζοι και λίγοι.
Κανείς δεν είχε πιάσει πως έψαχνε την γυναίκα ανάμεσα σε μια τίγρη που ζούσε τις στιγμές της παραλυμένη στα άγρια ένστικτα της και αυτήν που μπορούσε στωικά να δώσει την ζωή της για έναν άντρα σαν να περιμένει το αντίδωρο.
Το τσίπουρο επεκτεινόταν στο κεφάλι του μαλακώνοντας τα όρια της σκέψης.
(Αγαπώ τους ανθρώπους, όχι τις αρχές τους), σκέφτηκε. ( Πάντα αυτό ήταν, οι άλλοι πάλευαν να μου φορέσουν άλλο από αυτό).
Έξω η βροχή πάλευε να γίνει δυνατότερη. Κατέβαζε το τσίπουρο με μια ηδονή που του θύμισε πως ζούσε πάλι.
Εκείνη την στιγμή μια γυναίκα πέρασε από τον απέναντι δρόμο κι ήρθε μπροστά του. Μπορούσε να νιώσει τα τακούνια της να χαράζουν τον ήχο τους στην άσφαλτο. Τα μαλλιά της υγρά και τα μάτια της με μια ηρεμία άγρια. Άγια. Σαν αυτή που συναντάς στην γυναίκα που έκανε έρωτα λυσσασμένα αλώβητη στα άγρια ένστικτα της μόλις πριν λίγο.
Μάτια μιας μελαχρινής τίγρησας. Περπατούσε τώρα ακριβώς μπροστά του. Με βήματα αργά, με την νηφαλιότητα αυτών που ξέρουν πως διαθέτουν γοητεία. Μια γόησα που πίσω από το φυσικό παρουσιαστικό της έλαμπε η λαγνεία και μια λεπτή αριστοκρατικότητα. Τον είδε, άφησε τα μάτια της να παλέψουν με τα δικά του. Δεν τον φοβόταν. Δίψαγε για αναμέτρηση. (Πόσο να έχουν αλλάξει οι γυναίκες όσο ήμουν νεκρός, μα αλλάζουν οι γυναίκες); Αναρωτήθηκε.
Τα μάτια της σκιστά στις άκρες, δίπλα στην αρχή της μύτης. Εκανε πως έψαχνε την τσάντα της. Καθώς ήταν σκυμμένη είδε την μπλούζα της κολλημένη σφιχτά στα στήθια της. Δυό αμμόλοφοι που πάλευαν για ελευθερία και χάδια.
Ήθελε να της κάνει νόημα να μπει στο μισοάδειο καφενείο. Μα δεν πρόλαβε γιατί αυτή απότομα άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Τίναξε τα μαλλιά της και με κάτι μακρυά δάχτυλα σαν τον λαιμό των κύκνων έδιωξε την βροχή από τα ρούχα της. Στάθηκε έπειτα για λίγο σαν αναποφάσιστη και πήγε στο απέναντι τραπέζι. Σταύρωσε τα πόδια της κι έβγαλε τσιγάρο. Καθώς το άναβε, ένα μαύρο τσουλούφι έπεσε στο ένα μάτι της κρύβοντας το, προσδιορίζοντας καθαρά το μυστήριο που κουβαλούν οι γόησες σαν ένα ρεβόλβερ σφτιχτά κρατημένο στο λεπτό κι εύθραστο χέρι τους.
(Γκρέτα), σκέφτηκε κι ένα γλυκό μούδιασμα στάθηκε και απλώθηκε στην πλάτη του.
(Γκρέτα), σκέφτηκε και αμέσως θυμήθηκε τα ξερόχορτα στον τάφο του. Ένας τάφος αφημένος στο πρώτο νεκροταφείο πάλευε σαν ανάμνηση με τούτη την ζωντανή εικόνα μπροστά του. Χυνόταν η εικόνα μέσα του κι έδιωχνε τα παράσιτα της ανίας, της δειλίας, της πρστυχιάς που έχουν οι άνθρωποι όταν είναι φτηνοί.
Πάλευαν οι εικονες σαν γίγαντες. Η ζωή κι ο θάνατος. Δυό λεπτά πάλης και νίκησε η ζωή. Ο Ροδόπουλος άρπαζε την ζωή από τα γκέμια και τα μαλλιά μιας άγνωστης. Που σαν να την ήξερε όμως από πριν...
Που μάλλον την έλεγαν Γκρέτα. Έπιασε το Γκρ στα δόντια του μαζί με το τσίπουρο, το τράβηξε μέσα του σαν την λεπτή δοξαριά ενός βιολιού, μαζί με μια τζούρα από τον καπνό του. ΡΡΡΡ, αυτό το ΡΡΡ που με την δύναμη που είχε εκμηδένιζε όλα τα άλλα τα γράμματα. Σαν μια γραμμή γενναιοδωρίας. Όπως όταν οι άνθρωποι γίνονται τόσο γενναιόδωροι που δίνουν απλόχερα στους άλλους αυτό που ζητούν, αυτή η απίστευτη γενναιοδωρία που υπερβαίνει την ανία του κόσμου, την σήψη των αρχών, την θανατίλα που αρέσκονται να ονομάζουν ζωή.
Γκρέτα. Απλά Γκρέτα...Έσκαβε ο Ροδόπουλος μέσα του και ζούσε ξανά μετά από τόσα χρόνια που πίστευε πως ήταν πεθαμένος....
Ο δρόμος γλιτσιασμένος, ένας σκύλος με κατεβασμένα αυτιά τον προσπέρασε, ενώ το νερό, γινόταν ήδη ένα με το χώμα.
Βήματα βιαστικά στην άσφαλτο.
Όλη του η ζωή πέρασε μπροστά του σαν μια μπουκιά ψωμί στο στόμα ενός λύκου. Από χέρι σε χέρι κι από στόμα σε στόμα. Βρήκε ένα καφενείο στην πρώτη γωνία του δρόμου. Μισοάδειο και κάπως ξεκομένο από την ροή του κόσμου.
Ζητούσε η καρδιά του τσίπουρο και μεζέ. Κάθισε στην άκρη κι άρχισε να παρατηρεί έξω από την γυάλινη τζαμόπορτα.
Έπιανε κάτι απροσδιόριστο στην ατμόσφαιρα, κάτι λυπημένο και τελειωμένο.
Όχι σαν τον θάνατο που πέρασε πάνω του σαν μια διάφανη κουρτίνα. όχι σαν τους ήρωες του, που δεν του κανε καμμιά όρεξη να τους σκεφτεί. Καθώς κατάπινε τις γουλιές κατάλαβε πως δεν μποορούσε να εξηγήσει τι ήταν αυτό το απροσδιόριστο, ήξερε όμως τι δεν ήταν.
Χαμογέλασε στραβά καθώς σκέφτηκε όλους εκείνους τους ανέραστους πόντικες της διανόησης και της κουλτούρας σκυμμένους πάνω από αυτά που είχε γράψει σε καιρούς μιας πνιγηρής κι ατέλειωτης μοναξιάς.
Τους άρεσε να εξηγούν, να μεταφράζουν σε λέξεις όλα κείνα που δεν έζησαν. Χωρίς να χουν μέσα στο στήθος τους αυτήν την ζωή που σε τρώει καθώς σου υπαγορεύει νοερά να την ζήσεις. Άνθρωποι γκρίζοι και λίγοι.
Κανείς δεν είχε πιάσει πως έψαχνε την γυναίκα ανάμεσα σε μια τίγρη που ζούσε τις στιγμές της παραλυμένη στα άγρια ένστικτα της και αυτήν που μπορούσε στωικά να δώσει την ζωή της για έναν άντρα σαν να περιμένει το αντίδωρο.
Το τσίπουρο επεκτεινόταν στο κεφάλι του μαλακώνοντας τα όρια της σκέψης.
(Αγαπώ τους ανθρώπους, όχι τις αρχές τους), σκέφτηκε. ( Πάντα αυτό ήταν, οι άλλοι πάλευαν να μου φορέσουν άλλο από αυτό).
Έξω η βροχή πάλευε να γίνει δυνατότερη. Κατέβαζε το τσίπουρο με μια ηδονή που του θύμισε πως ζούσε πάλι.
Εκείνη την στιγμή μια γυναίκα πέρασε από τον απέναντι δρόμο κι ήρθε μπροστά του. Μπορούσε να νιώσει τα τακούνια της να χαράζουν τον ήχο τους στην άσφαλτο. Τα μαλλιά της υγρά και τα μάτια της με μια ηρεμία άγρια. Άγια. Σαν αυτή που συναντάς στην γυναίκα που έκανε έρωτα λυσσασμένα αλώβητη στα άγρια ένστικτα της μόλις πριν λίγο.
Μάτια μιας μελαχρινής τίγρησας. Περπατούσε τώρα ακριβώς μπροστά του. Με βήματα αργά, με την νηφαλιότητα αυτών που ξέρουν πως διαθέτουν γοητεία. Μια γόησα που πίσω από το φυσικό παρουσιαστικό της έλαμπε η λαγνεία και μια λεπτή αριστοκρατικότητα. Τον είδε, άφησε τα μάτια της να παλέψουν με τα δικά του. Δεν τον φοβόταν. Δίψαγε για αναμέτρηση. (Πόσο να έχουν αλλάξει οι γυναίκες όσο ήμουν νεκρός, μα αλλάζουν οι γυναίκες); Αναρωτήθηκε.
Τα μάτια της σκιστά στις άκρες, δίπλα στην αρχή της μύτης. Εκανε πως έψαχνε την τσάντα της. Καθώς ήταν σκυμμένη είδε την μπλούζα της κολλημένη σφιχτά στα στήθια της. Δυό αμμόλοφοι που πάλευαν για ελευθερία και χάδια.
Ήθελε να της κάνει νόημα να μπει στο μισοάδειο καφενείο. Μα δεν πρόλαβε γιατί αυτή απότομα άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Τίναξε τα μαλλιά της και με κάτι μακρυά δάχτυλα σαν τον λαιμό των κύκνων έδιωξε την βροχή από τα ρούχα της. Στάθηκε έπειτα για λίγο σαν αναποφάσιστη και πήγε στο απέναντι τραπέζι. Σταύρωσε τα πόδια της κι έβγαλε τσιγάρο. Καθώς το άναβε, ένα μαύρο τσουλούφι έπεσε στο ένα μάτι της κρύβοντας το, προσδιορίζοντας καθαρά το μυστήριο που κουβαλούν οι γόησες σαν ένα ρεβόλβερ σφτιχτά κρατημένο στο λεπτό κι εύθραστο χέρι τους.
(Γκρέτα), σκέφτηκε κι ένα γλυκό μούδιασμα στάθηκε και απλώθηκε στην πλάτη του.
(Γκρέτα), σκέφτηκε και αμέσως θυμήθηκε τα ξερόχορτα στον τάφο του. Ένας τάφος αφημένος στο πρώτο νεκροταφείο πάλευε σαν ανάμνηση με τούτη την ζωντανή εικόνα μπροστά του. Χυνόταν η εικόνα μέσα του κι έδιωχνε τα παράσιτα της ανίας, της δειλίας, της πρστυχιάς που έχουν οι άνθρωποι όταν είναι φτηνοί.
Πάλευαν οι εικονες σαν γίγαντες. Η ζωή κι ο θάνατος. Δυό λεπτά πάλης και νίκησε η ζωή. Ο Ροδόπουλος άρπαζε την ζωή από τα γκέμια και τα μαλλιά μιας άγνωστης. Που σαν να την ήξερε όμως από πριν...
Που μάλλον την έλεγαν Γκρέτα. Έπιασε το Γκρ στα δόντια του μαζί με το τσίπουρο, το τράβηξε μέσα του σαν την λεπτή δοξαριά ενός βιολιού, μαζί με μια τζούρα από τον καπνό του. ΡΡΡΡ, αυτό το ΡΡΡ που με την δύναμη που είχε εκμηδένιζε όλα τα άλλα τα γράμματα. Σαν μια γραμμή γενναιοδωρίας. Όπως όταν οι άνθρωποι γίνονται τόσο γενναιόδωροι που δίνουν απλόχερα στους άλλους αυτό που ζητούν, αυτή η απίστευτη γενναιοδωρία που υπερβαίνει την ανία του κόσμου, την σήψη των αρχών, την θανατίλα που αρέσκονται να ονομάζουν ζωή.
Γκρέτα. Απλά Γκρέτα...Έσκαβε ο Ροδόπουλος μέσα του και ζούσε ξανά μετά από τόσα χρόνια που πίστευε πως ήταν πεθαμένος....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου