Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Ο ερωτικός χρόνος του παν

Είχε το κεφάλι της ακουμπισμένο στο τζάμι του τρένου.
Τα μαλλιά της χάιδευαν τους ώμους της, πρωί που έδειχνε πως θα βγαινε ο ήλιος.
Είχε φυλαγμένα τα φιλιά τους σαν φτερούγες από ρουμπίνια.
Την περασμένη νύχτα έψαξαν ο ένας τον άλλο. Χωρίς ταραχή και δίχως αιφνιδιασμούς.
Δεν χρειαζόταν τίποτε ψεύτικο για να ωραιοποιήσει την σχέση τους.
ΜΙλούσαν σαν παιδιά και σαν ενήλικες, αυτός από την αρχή χρησιμοποιούσε λέξεις που την έφερναν σε δυσκολία. Παίζοντας μαζί της. Παιχνίδια  απελευθέρωσης της μικροαστικής κουβέρτας.
.........
Αυτός ήταν ένας μποέμ, έμοιαζε ώρες ώρες σαν να μεγάλωνε η μορφή του και άρπαζε το δωμάτιο.
ΚΙ αυτή ένιωθε μικρούλα. Έτσι κι αλλιώς ο άντρας είχε  ύψος .
Είχε ζήσει σαν τσιγγάνος και είχε καλλιέργεια.
Έκρυβε αρκετές πτυχές του ώσπου τις ανακάλυπτε αυτή με το ένστικτο της.
Το παραδεχόταν, απλά της το παραδεχόταν.
Υπήρχε μια οικειότητα που θα ήταν αστείο να τις συγκρίνει με άλλες στο παρελθόν της.
Υπήρχε κάτι που από καιρό της έλεγε αγαπήσου, το άκουγε χωρίς να τον βλέπει.
Τόσο κοντά της κι αυτή τόσο μακριά του.
Και πολύ ξαφνικά τον είδε. Κι αρκετά μετά άρχισε να καταλαβαίνει.
............
Το τρένο γλυστρούσε πάνω στις γραμμές του. Σκέφτηκε πόσες καψούρες περάστηκαν για έρωτες.
Κάτι θλιμμένα πρωινά που ο εαυτός σου σε έφτυνε στα μούτρα.
(Γιατί μου το κάνεις αυτό ρε μαλάκα); Σε ρώταγε και έριχνε ροχάλες.
Κάτι ντυμμένα βράδια με θλίψη από την ψυχική ανημπόρια των ανθρώπων.
Έμοιαζαν πολύ, ίσως πέρα της οικειότητας.
Όλα αυτά τα είχαν ζήσει σε παράλληλες και άλλες τροχιές.
Το ίδιο μπετό έριξαν για να μείνουν απροσπέλαστοι κάτι εποχές άγριες.
...........
Τώρα θυμόταν τα μάτια του οταν ήταν επάνω της.
Εκείνη έβλεπε όλα του τα πρόσωπα.
Ήταν ο άντρας, το παιδί, η καύλα, η αγάπη, το κτήνος,ο άνθρωπος, ο καλλιτέχνης, ο μποέμ, ο ιππότης των σπαθιών, αυτός που δεν ζητούσε απλά το φύλο της να ζεστα΄νει το δικό του.
Και ένας διεκδικητής της αγάπης της .
(ΔΕν θα ξαναμιλήσεις άσχημα για την γυναίκα που αγαπώ, αυτά ξέχασε τα), της είπε όταν μονολόγησε κάτι αλήθειες για τον εαυτό της, γι αυτόν τον καλό μαλάκα που δεν είχε βγάλει τον θυμό της παρά ελάχιστες στιγμές.
Αυτός την κοίταζε τώρα σαν λιοντάρι. ( Έλα λοιπόν μαλάκα εκφράσου, έκφρασε τα αισθήματα σου με τις λέξεις). Αυτή μούγκα.
Μα σαν τον κοίταξε λυπημένα, δείχνοντας την αδυναμία της, της άρπαξε το στόμα φιλώντας την βαθιά. ( Αγάπη μου), της είπε τρυφερά και ήταν σαν να άρχισε να ανεβαίνει μια αόρατη σκάλα και να της κατεβάζει αστέρια από τον ουρανό.
................
Όταν ήταν ο ένας μέσα στον άλλο κοιταζόντουσαν σαν υπνωτισμένοι μάγοι.
..............
Τώρα εκείνη η φωνή που άφηνε ελεύθερη στο σύμπαν πριν μήνες ξαναγύριζε μπροστά της, έλεγε <<αγαπήσου>>.
Και να αγαπήσει.
Τώρα στο τρένο ακουμπισμένη στο παράθυρο, σκεφτόταν ξανά την ίδια φράση.
Η αγάπη είναι ένας σκύλος που δεν έχει αφεντικό.
Και τότε κατάλαβε πως η αγάπη πονούσε.
ΠΟνούσε όπως πονούν τα ποιήματα που βράζουν σαν αρρώστια στα στηθια των ποητών.
Ανοίγεις την πόρτα και βγαίνεις έξω από εσένα.
Μπαίνεις μπροστά από  την πόρτα και βρίσκεσαι μέσα στον άλλο.
Η αγάπη πονάει, σκέφτηκε, δεν είναι θέμα αφοσίωσης ούτε παρατήρησης.
Είναι οι παλιές φολίδες του πρώτου δέρματος σου που πέφτουν κι ετοιμάζεται να βγεί άλλο.
.............
Στα μάτια της έμοιαζε σαν γίγαντας.
Ξαφνικά κάλεσε γύρω της όλες τις θετικές δυνάμεις για να τον φυλάνε.
Η φωνή του ήταν σαν μαύρο βελούδο.
Η αφή του ήταν η αργή τροχιά ενός πλανήτη.
Και η καρδιά του ήταν σαν ένα αιωνόβιο δέντρο.
Είχε κι αυτός δει τόσα.
Βασικά αν τους έβλεπες στο βάθος ήταν κι οι δυό περιπλανώμενοι νομάδες, ήξεραν τι σημαίνει φυγή.
Αυτή την φορά κάτι τους φώναζε να σταθούνε.
ΜΕτά θυμήθηκε την αγαπημένη φράση στην γλυκιά συμμορία, ταινία που είχε λατρέψει.
Χαμογέλασε μόνη της.
Ήταν κι αυτός ένας ήρωας από αυτούς....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου