Σημερα περπατωντας στη βροχη συναντησα μια αισθηση, μια γλυκοπικρη αισθηση που εψαχνε το μυαλο μου να αναγνωριστει. Μια μυρουδια λουλουδιων, μια εικονα επιταφιου, κατι απο αυτα επαιζε μπροστα μου και μου λεγε να αναγνωρισω την αναμνηση, μα ναι, κυριως μια μυρουδια. Βλεπεις ειμαι απο αυτους που δεν ξεχνουν ποτε μυρουδιες, ειτε ανθρωπινες ειτε τοπου, ειτε καταστασης...
Αυτη η μυρουδια σκεφτομουνα και προχωρουσα πιο γρηγορα, πιο γρηγορα στο δρομο κοροιδευοντας απο μεσα μου τις ομπρελες, σιγα την ενταση σκεφτομουνα, λιγες σταγονες να σε ακουμπησουν δεν ειναι κακο...και καθως σκεφτομουνα αυτα τα λογια ηρθε η εικονα, ανοιξε την κουρτινα της μνημης και ανοιξε την ουσια της, το χρωμα της, την ιδιαιτερη αισθηση...
Ηταν μια πολυ βροχερη νυχτα οταν φτασαμε στην Αμοργο, το λιμανι μας υποδεχτηκε σαν μια πολυ νευριασμενη υγρη γυναικα που φυσαγε κι εβριζε αερα και κρυο. Εβρεχε οπως βρεχει στα νησια, μικρα ποταμακια εγλειφαν τα ασπροβαμενα σκαλοπατια, η υγρασια ρουθουνιζε στο κοκαλο και η καρδια μου ειχε πληγη. Μια μεγαλη πληγη, τωρα, εκει που θα πηγαινα θα την συναντουσα και ή θα την νικουσα ή θα με νικουσε...
Η μυρουδια των λουλουδιων εσκασε εξω απο το σκαλοπατι της γιαγιας μου, μαζι και καποιες χαμηλες ομιλιες γυναικων που μικρυναν πιο πολυ οταν φανηκαμε στο κατωφλι. Κανεις δεν με ειχε προετοιμασει γι' αυτο που θα αντικρυζα. Στη μεση του δωματιου, ακουμπισμενο το ξυλινο φερετρο του παππου μου, γυρω απο το προσωπο του λουλουδια και η αγαπημενη τραγιασκα. Ξαναειδα την υπεροχη ηρεμια στο προσωπο, την αγαπη που ειχαμε, την λατρεια που πηρα απο παιδι. Ανακατα συναισθηματα, ειχε φυγει ηρεμα, αυτο ηταν παρηγορητικο. Ειχε αυτην την γλυκυτητα διαχυτη που δεν ηθελα να μου φυγει το πρωι, να τον χαιρετησουμε για παντα. Χανομουνα στην τραγιασκα, στα κλειστα ματια, στην μορφη που λατρεψα και λατρευτηκα πολυ.
Και ξαφνικα με πλημυρισαν εικονες, τα καυτα νησιωτικα καλοκαιρια που περνουσαμε μαζι, οι ιστοριες που μου ελεγε. Οφειλα ενα μεγαλο μερος της αγαπης μου στα βιβλια στον παππου. Εκεινος διαβαζε τα παντα, ο,τι επαιρνα το διαβαζε κι εκεινος. Σκεψου χα χα ,μεχρι Μπουκοφσκι επεσε στα χερια του απο μενα. Και Ντοστογιεφσκι και... και....
Ο γλυκος μου, φορουσε τα γυαλακια του και χανοταν στις σελιδες, του αρεσε να με μαθαινει να μην κανω στους αλλους αυτα που δεν θελω να μου κανουν εμενα, χρησιμοποιουσε παραβολες για να μου βαλει ζαχαρη που τοσο ηθελα σαν παιδι εκει που με πονουσε. Θυμασαι το παραμυθι με την φασολια που ανεβαινε στον ουρανο; ο παππους μου ηταν η φασολια που ανεβαινε ψηλα, μαζι του εβλεπα τα χρωματα και τα σχηματα, εμαθα να εμπιστευομαι και να αγαπω..
Λατρευε την ιεροτελεστια σε ολα του, λατρευε να τον ακουω και να τον καταλαβαινω, λατρευε να τον διεκδικω. Καθε καλοκαιρι ηταν ενα βλεμμα του, ενας ηρεμος πολιτισμος, ενα στιβαρο θεμελιο με βαση απο φως.... Διεκδικουσα την αγαπη του με λυσσα, σκεψου αν εχεις θεο, εγινα 30 και ηθελα να καθομαι στα ποδια του και να με κουναει οπως παλια. Η πυξιδα μου κι η χαρα μου, η κορυφη της πυραμιδας μου, ο μελενιος παππους... Ειναι εγωιστικη η αγαπη μου γι' αυτον, οπως ολες οι μεγαλες αγαπες εξαλλου.
Εχουν περασει αρκετα χρονια μα να, μια μυρουδια και μια εικονα με πηγε παλι εκει, με μια τρυφεραδα μια ευγνωμοσυνη, μια ευδαιμονια... Αραγε να ξερει πως ειναι πολλες φορες την ημερα που νοιωθω αυτην την ηρεμη γαληνη της ευτυχιας; πως νοιωθω ευδαιμονια πολλες ευλογημενες στιγμες της μερας;
Μμμμμμ, μαλλον ναι και τωρα που γραφω αισθανομαι πως ειμαι στην αγκαλια του και μου τραγουδα. Αχου το φλασκακι μου, ΑΧ το κοριτσακι μου που τοσο με αγαπα... Γλυκε μου δε θελω ποτε να ξεχασω τη φασολια, δε θελω ποτε να μεγαλωσω τοσο που το μυαλο μου να μη μπορει πουθενα πια να πετα.....
Και ειμαι ευγνωμων, το ακους; ειμαι πολυ τυχερη που σε ειχα και που σε εχω...
Εδω εξω, βλεπεις τα πραγματα δεν πανε καλα. Ο κοσμος γεμισε απο την αναγκη του φοβου, γεμισε ενοχες μολις νοιωσει ευτυχια... Μπορει να φταιει γιατι δεν ξερουν πως υπαρχει μια φασολια εκει πιο περα, να μην εχουν δει τις μαγικες της ικανοτητες, αχ, μακαρι συντομα να το δουν.....
Αυτη η μυρουδια σκεφτομουνα και προχωρουσα πιο γρηγορα, πιο γρηγορα στο δρομο κοροιδευοντας απο μεσα μου τις ομπρελες, σιγα την ενταση σκεφτομουνα, λιγες σταγονες να σε ακουμπησουν δεν ειναι κακο...και καθως σκεφτομουνα αυτα τα λογια ηρθε η εικονα, ανοιξε την κουρτινα της μνημης και ανοιξε την ουσια της, το χρωμα της, την ιδιαιτερη αισθηση...
Ηταν μια πολυ βροχερη νυχτα οταν φτασαμε στην Αμοργο, το λιμανι μας υποδεχτηκε σαν μια πολυ νευριασμενη υγρη γυναικα που φυσαγε κι εβριζε αερα και κρυο. Εβρεχε οπως βρεχει στα νησια, μικρα ποταμακια εγλειφαν τα ασπροβαμενα σκαλοπατια, η υγρασια ρουθουνιζε στο κοκαλο και η καρδια μου ειχε πληγη. Μια μεγαλη πληγη, τωρα, εκει που θα πηγαινα θα την συναντουσα και ή θα την νικουσα ή θα με νικουσε...
Η μυρουδια των λουλουδιων εσκασε εξω απο το σκαλοπατι της γιαγιας μου, μαζι και καποιες χαμηλες ομιλιες γυναικων που μικρυναν πιο πολυ οταν φανηκαμε στο κατωφλι. Κανεις δεν με ειχε προετοιμασει γι' αυτο που θα αντικρυζα. Στη μεση του δωματιου, ακουμπισμενο το ξυλινο φερετρο του παππου μου, γυρω απο το προσωπο του λουλουδια και η αγαπημενη τραγιασκα. Ξαναειδα την υπεροχη ηρεμια στο προσωπο, την αγαπη που ειχαμε, την λατρεια που πηρα απο παιδι. Ανακατα συναισθηματα, ειχε φυγει ηρεμα, αυτο ηταν παρηγορητικο. Ειχε αυτην την γλυκυτητα διαχυτη που δεν ηθελα να μου φυγει το πρωι, να τον χαιρετησουμε για παντα. Χανομουνα στην τραγιασκα, στα κλειστα ματια, στην μορφη που λατρεψα και λατρευτηκα πολυ.
Και ξαφνικα με πλημυρισαν εικονες, τα καυτα νησιωτικα καλοκαιρια που περνουσαμε μαζι, οι ιστοριες που μου ελεγε. Οφειλα ενα μεγαλο μερος της αγαπης μου στα βιβλια στον παππου. Εκεινος διαβαζε τα παντα, ο,τι επαιρνα το διαβαζε κι εκεινος. Σκεψου χα χα ,μεχρι Μπουκοφσκι επεσε στα χερια του απο μενα. Και Ντοστογιεφσκι και... και....
Ο γλυκος μου, φορουσε τα γυαλακια του και χανοταν στις σελιδες, του αρεσε να με μαθαινει να μην κανω στους αλλους αυτα που δεν θελω να μου κανουν εμενα, χρησιμοποιουσε παραβολες για να μου βαλει ζαχαρη που τοσο ηθελα σαν παιδι εκει που με πονουσε. Θυμασαι το παραμυθι με την φασολια που ανεβαινε στον ουρανο; ο παππους μου ηταν η φασολια που ανεβαινε ψηλα, μαζι του εβλεπα τα χρωματα και τα σχηματα, εμαθα να εμπιστευομαι και να αγαπω..
Λατρευε την ιεροτελεστια σε ολα του, λατρευε να τον ακουω και να τον καταλαβαινω, λατρευε να τον διεκδικω. Καθε καλοκαιρι ηταν ενα βλεμμα του, ενας ηρεμος πολιτισμος, ενα στιβαρο θεμελιο με βαση απο φως.... Διεκδικουσα την αγαπη του με λυσσα, σκεψου αν εχεις θεο, εγινα 30 και ηθελα να καθομαι στα ποδια του και να με κουναει οπως παλια. Η πυξιδα μου κι η χαρα μου, η κορυφη της πυραμιδας μου, ο μελενιος παππους... Ειναι εγωιστικη η αγαπη μου γι' αυτον, οπως ολες οι μεγαλες αγαπες εξαλλου.
Εχουν περασει αρκετα χρονια μα να, μια μυρουδια και μια εικονα με πηγε παλι εκει, με μια τρυφεραδα μια ευγνωμοσυνη, μια ευδαιμονια... Αραγε να ξερει πως ειναι πολλες φορες την ημερα που νοιωθω αυτην την ηρεμη γαληνη της ευτυχιας; πως νοιωθω ευδαιμονια πολλες ευλογημενες στιγμες της μερας;
Μμμμμμ, μαλλον ναι και τωρα που γραφω αισθανομαι πως ειμαι στην αγκαλια του και μου τραγουδα. Αχου το φλασκακι μου, ΑΧ το κοριτσακι μου που τοσο με αγαπα... Γλυκε μου δε θελω ποτε να ξεχασω τη φασολια, δε θελω ποτε να μεγαλωσω τοσο που το μυαλο μου να μη μπορει πουθενα πια να πετα.....
Και ειμαι ευγνωμων, το ακους; ειμαι πολυ τυχερη που σε ειχα και που σε εχω...
Εδω εξω, βλεπεις τα πραγματα δεν πανε καλα. Ο κοσμος γεμισε απο την αναγκη του φοβου, γεμισε ενοχες μολις νοιωσει ευτυχια... Μπορει να φταιει γιατι δεν ξερουν πως υπαρχει μια φασολια εκει πιο περα, να μην εχουν δει τις μαγικες της ικανοτητες, αχ, μακαρι συντομα να το δουν.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου