Ανοίγω και κλείνω πόρτες
πολλαπλασιάζομαι,
σαν εκτόπλασμα των γεγονότων που συνέβησαν πίσω από την μπουκαπόρτα ενός πλοίου,
μέσα στο κεφάλι προσώπων που μελετούσαν τα ζητήματα της προσωπικής μου αισθητικής.
Ως αλιγάτορας ή σαν άλογο ασπρόμαυρο αν βρέθηκες στην επιφάνεια,
δεν φταίνε παλιά βαριά γεγονότα, έχει μονάχα χρέος ο χαρακτήρας που φέρεις κατάστηθα.
Γενιές πυρακτωμένες από φωτιά και πάγο,
κι ο πάγος μην το ξεχνάς σου καίει τα δάχτυλα, γενιές γυμνές από ματαιοδοξία,
γενιές ευγενικές και λίγο απόκοσμες,
δύσκολο να τους ψηλαφίσεις γράμματα και δέρμα γυμνό στο μάτι σου.
Ατέλειωτη η χρονομηχανή αναδεύει τοπία και καθρέφτες διψασμένους για στοργή.
Η απουσία του πατέρα κυματίζει,
η μητέρα βασανίζει με το βάσανο της πικρής της ύπαρξης.
Τελάληδες αναφωνούν τις περασμένες ήττες μας που μας εδόξασαν.
Αφήνω την ζωή με ευγνωμοσύνη όχι αγαπώντας την,
εξάλλου η Ναυσικά ένα σωστό παράδειγμα τέτοιο έδωσε στην ματιά του Οδυσσέα.
Έρχομαι φεύγω με τις σκέψεις μου,
συναισθήματα φυγαδευτικά κι ατελή,
έρχομαι φεύγω ενώ αναπολώ κι οδεύω στο τέλος των πράξεων μου.
Δεν ακουμπώ την ανθοφορία του ουρανού δίχως πτυχώσεις παράλληλες ψυχικές.
Γδέρνομαι καθώς,
καθώς ανεβαίνω μονάχη μου, τον κρύο βράχο,
σταγόνες από το αίμα μου ακριβά αιμοπετάλια επάνω του καρπίζουν, μελαγχολικές στάλες
στο στόμα των πουλιών.
Και πολλά από όσα έγιναν πάθη μου αθάνατα, με φτερά, με αλάτι,
πίκρα, στεγνό το μαρτύριο να ζείς.
Ο διάβολος στην γωνιά του δωματίου μου παίζει ζάρια,
δες τον! Την γλώσσα του βγάζει σε κοροιδία,
(Όσο πιο πολλά ξέρεις τόσο η ζωή σου γίνεται δύσκολη, καθώς διαβλέπεις στα γεγονότα μια γνωστή εξέλιξη. Από την άλλη δεν σταματάς να θες να γνωρίζεις, να το μαρτύριο το μοναχικό),
μου λέει και βγάζει από τα χνώτα του ατμούς μυρωδικούς θειαφισμένους.
Με μια λύπη μου γνωστή,
αφήνομαι,
πέφτω,
μου κάνει παρέα ένα αρχαίο εδώλιο, με κοιτά με ηρεμία, με χέρια σταυρωμένα,
με χαμόγελο σε απουσία.
Ο αέρας που σηκώνει σκεπές, η βροχή στα στήθια του έρωτα πορφυρή,
μόνη μου βρίσκομαι σε αετώματα,
ακίνητη,
πιό ακίνητη από ένα πένθος,
όλα γνωστά και άγνωστα,
το δέντρο του Καρυωτάκη μου ζητά μια δική μου περίληψη,
μελαγχολικοί άνθρωποι, αλαφρύνετε το μίσος γύρω σας με τα πάθη σας,
ξεκουμπώνω την σφαίρα,
αδύνατον να με διαβάσεις, δύσκολο,
όλους σχεδόν τους φοβίζω,
καθώς με το νύχι μου ξύνω την πόρτα σου τα μεσάνυχτα,
πες μου,
να μπώ;
με θυμάσαι;
Ακίνητη μοιάζω, κι ομως! πολλαπλασιάζομαι!
πολλαπλασιάζομαι,
σαν εκτόπλασμα των γεγονότων που συνέβησαν πίσω από την μπουκαπόρτα ενός πλοίου,
μέσα στο κεφάλι προσώπων που μελετούσαν τα ζητήματα της προσωπικής μου αισθητικής.
Ως αλιγάτορας ή σαν άλογο ασπρόμαυρο αν βρέθηκες στην επιφάνεια,
δεν φταίνε παλιά βαριά γεγονότα, έχει μονάχα χρέος ο χαρακτήρας που φέρεις κατάστηθα.
Γενιές πυρακτωμένες από φωτιά και πάγο,
κι ο πάγος μην το ξεχνάς σου καίει τα δάχτυλα, γενιές γυμνές από ματαιοδοξία,
γενιές ευγενικές και λίγο απόκοσμες,
δύσκολο να τους ψηλαφίσεις γράμματα και δέρμα γυμνό στο μάτι σου.
Ατέλειωτη η χρονομηχανή αναδεύει τοπία και καθρέφτες διψασμένους για στοργή.
Η απουσία του πατέρα κυματίζει,
η μητέρα βασανίζει με το βάσανο της πικρής της ύπαρξης.
Τελάληδες αναφωνούν τις περασμένες ήττες μας που μας εδόξασαν.
Αφήνω την ζωή με ευγνωμοσύνη όχι αγαπώντας την,
εξάλλου η Ναυσικά ένα σωστό παράδειγμα τέτοιο έδωσε στην ματιά του Οδυσσέα.
Έρχομαι φεύγω με τις σκέψεις μου,
συναισθήματα φυγαδευτικά κι ατελή,
έρχομαι φεύγω ενώ αναπολώ κι οδεύω στο τέλος των πράξεων μου.
Δεν ακουμπώ την ανθοφορία του ουρανού δίχως πτυχώσεις παράλληλες ψυχικές.
Γδέρνομαι καθώς,
καθώς ανεβαίνω μονάχη μου, τον κρύο βράχο,
σταγόνες από το αίμα μου ακριβά αιμοπετάλια επάνω του καρπίζουν, μελαγχολικές στάλες
στο στόμα των πουλιών.
Και πολλά από όσα έγιναν πάθη μου αθάνατα, με φτερά, με αλάτι,
πίκρα, στεγνό το μαρτύριο να ζείς.
Ο διάβολος στην γωνιά του δωματίου μου παίζει ζάρια,
δες τον! Την γλώσσα του βγάζει σε κοροιδία,
(Όσο πιο πολλά ξέρεις τόσο η ζωή σου γίνεται δύσκολη, καθώς διαβλέπεις στα γεγονότα μια γνωστή εξέλιξη. Από την άλλη δεν σταματάς να θες να γνωρίζεις, να το μαρτύριο το μοναχικό),
μου λέει και βγάζει από τα χνώτα του ατμούς μυρωδικούς θειαφισμένους.
Με μια λύπη μου γνωστή,
αφήνομαι,
πέφτω,
μου κάνει παρέα ένα αρχαίο εδώλιο, με κοιτά με ηρεμία, με χέρια σταυρωμένα,
με χαμόγελο σε απουσία.
Ο αέρας που σηκώνει σκεπές, η βροχή στα στήθια του έρωτα πορφυρή,
μόνη μου βρίσκομαι σε αετώματα,
ακίνητη,
πιό ακίνητη από ένα πένθος,
όλα γνωστά και άγνωστα,
το δέντρο του Καρυωτάκη μου ζητά μια δική μου περίληψη,
μελαγχολικοί άνθρωποι, αλαφρύνετε το μίσος γύρω σας με τα πάθη σας,
ξεκουμπώνω την σφαίρα,
αδύνατον να με διαβάσεις, δύσκολο,
όλους σχεδόν τους φοβίζω,
καθώς με το νύχι μου ξύνω την πόρτα σου τα μεσάνυχτα,
πες μου,
να μπώ;
με θυμάσαι;
Ακίνητη μοιάζω, κι ομως! πολλαπλασιάζομαι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου