Μεσα στο δωματιο ακουγοταν η σιωπη που διαπερνουσε τον τοιχο, η γυναικα εκλαιγε ακαταπαυστα.
Απο κατω, στον αλλο οροφο καποιοι τσακωνονταν, ισως ο αντρας να δερνε την γυναικα, επειτα ακουστηκε κι ενα παιδικο κλαμα.
Η γυναικα σκεφτηκε τα λαθη της, ηταν απο αυτους που δεν συγχωρουν τα λαθη στον εαυτο τους.
Μια σκεφτοταν πως ετσι επρεπε να κανει, να ακουσει την καρδια της, μια γυριζε ο συλλογισμος και με σαρκασμο σχολιαζε την λαθεμενη επιλογη της..
Τωρα ειναι αργα ,σκεφτοταν, ο χρονος ειχε δειξει τα ακομψα δοντια του, επρεπε να συνεχισει την ζωη της οπως πριν.. Οπως πριν; αναρωτηθηκε, τιποτα δεν θα ταν ιδιο. Οι φιλοι την ειχαν εγκαταλειψει αφου απο καιρο την προειδοποιουσαν, προειδοποιουσαν; και τι φιλοι ηταν αυτοι που εκαναν συνεχεια το ιδιο πραγμα; γονεις της ηταν;
Η δουλεια της κατερρεε, πολυ καιρο πριν τον γνωρισει. Μα τι ηταν αυτο που την εριχνε πιο πολυ; η προσωπικη ηττα, ή η παραδοχη του λαθους της; παραδοχη του λαθους της; και τι ειναι η ζωη; δεν ειναι μια παραδοχη λαθων και μια αλληλουχια λυπης και χαρας;
Δεν επρεπε να τον σκεφτεται, Δεν επρεπε; μα τον αγαπησε γιατι την εβγαλε απο τα στενα της ορια, ο τροπος του την οδηγησε να ξεπερασει τον εαυτο της. Καλο δεν ηταν αυτο; να ξεφυγει απο τα συρματοπλεγματα της; τις αμυνες, τις φοβιες.. Φοβιες; μα αυτες ηρθαν πισω φονισσες, πιο γερα τωρα της φωναζουν, τωρα την απειλουν.
Ηθελε να ξεχασει. Να ξεχασει; να πεσει σε ληθη; μα αυτο μοιαζει με θανατο.
Απλα επρεπε τωρα να δει, εμπρος της μια χαραδρα, φοβοι, κατακραυγη, ενοχες, ο φοβος του θανατου πιο γερα, ολα χορευαν επικινδυνα μες το μυαλο της. Επικινδυνα; γιατι κι η γεννηση της επικινδυνη δεν ηταν; και η ενηλικιωση; κι αυτη ετσι ηταν.
Οχι, επρεπε να δει την κατασταση οπως ηταν, να καταλαβει τα λαθη της να μην τα επαναλαβει.
Να μην επαναλαβει; γιατι εισαγγελεα θα βαζε στα συναισθηματα της; θα ελεγε στον εαυτο της τωρα αγαπα, τωρα συμπαθησε, τωρα...
Μα τι ηταν αυτο που την ελοιωνε; ο φοβος της απορριψης; απορριψη; μα την αγαπησε πολυ κι αυτος, απλα οι καταστασεις δεν αφηναν να μεγαλωσει η ενωση και να τους ξεπερασει...
Επρεπε διχως φοβο να σταθει απεναντι στον καθρεπτη, να του χαμογελασει κι επειτα να κρινει απαλα.
Να κρινει απαλα; ναι πιο παιδικα, με πιο επιοικεια ισως, ή ισως με κατανοηση.
Επειτα; επειτα να δωσει χρονο στον εαυτο της να μαζεψει τις σταχτες να τις στρωσει με μια τελετη μπροστα της. Να τις μυρισει μια μια, να κυλιστει πανω τους ωσπου να μουντζουρωθει, να πονεσει πιο πολυ απο τον πονο.
Επειτα να διωξει απαλα, οχι διχως βιασυνη, μια μια ολες τις εικονες του, να αποσυνδεθει απο εκεινον,
να ξαναγινει παλι η εικονα της. Ο εαυτος της. Να αναψει κερια και να χορεψει τον χορο της ελπιδας.
Της ελπιδας; μα οσο ελπιζεις ποτε δεν ερχεται αυτο που θες, αυτο ερχεται μια αλλη στιγμη, οταν δεν το περιμενεις..
Τοτε να αδειασει απο προσμονες, να χορεψει τον χορο της αναγεννησης, να ξαναγεννηθει μεσα απο τις σταχτες. Ποσο καιρο θα ‘παιρνε; οσο καιρο χρειαζοταν της ελεγε ο καθρεπτης μπροστα της.
Ανοιξε τα παραθυρα και μπηκε ενα ψυχρο αερακι, ανανεωσε την ενεργεια και εκανε τα δακρυα να θολωσουν και να μεινουν για λιγο μακρια της. Μετα πηρε τα πινελα της, τα φυσηξε ενα ενα, τους εδειξε την αγαπη της κι αυτα γλυκαθηκαν και περιμεναν να χωθουν μες τα χρωματα, τωρα με πυρετωδεις κινησεις ανακατευε τα υλικα, αυτα συνουσιαζοντουσαν πολυ ευτυχισμενα. Επιτελους, τα ‘χε θυμηθει, ποσος καιρος ειχε περασει που ταν ανεγγιχτα, χωμενα σε ενα ντουλαπι. Απλωσε στο τραπεζι την συνουσια τους κι αφεθηκε σαν ναρκωμενη.
Μετα η απαθεια διαδεχτηκε το παθος, εξαψη την ξεσκιζε απο πανω μεχρι τα κατω, ναι, ενοιωθε παλι το συναισθημα του πεταγματος. Ζωγραφιζε και πετουσε, αιωρουνταν επανω στο ταβανι, ατελειωτη ευδαιμονια και γαληνη φωναζαν, οι φωνες τους μια γλυκα οργασμικη στην καρδια της....
Επειτα απο λιγο χτυπησε το τηλεφωνο, σε ενα νησι την καλουσε ενας φιλος απο παλια να εκθεσει τα εργα που του ειχε δειξει καποια φορα.
Μα ναι σκεφτηκε, αυτος που ‘χε πει οταν θες κατι πολυ το συμπαν συνομωτει μαζι σου, ειπε μια παπαρια, μεγαλη παπαρα, ε, ας τον εκτιμουσε σε αλλα που ειχε ξαναπει..
Οχι, ολα ερχονται οταν παψεις να τα περιμενεις, οταν τους εχεις φωναξει και μετα εισαι ελευθερος κι οχι εξαρτημενος απο την αναμονη, την πληρωση της επιθυμιας..
Αυριο ηταν μια αλλη μερα γαμοτο, ηταν μια αλλη μερα...χαμογελασε κι εβαλε κοκκινο κρασι και ηπιε στην υγεια της.. Νομιζω την ελεγαν Αννα, ή Ασπα, δεν θυμαμαι, εγω απλα ειχα αναλαβει φυλαξη εκεινο το βραδυ, ειχα ακουσει τον θρηνο της κι επρεπε να σπευσω με την καθιερωμενη μυστικοτητα, την αορατη απο τους ανθρωπους...
Ξερω, φαινεται μελο, αλλα ειναι γεματο χαρη, εχει και μια ηδονη η κλειδαροτρυπα της ψυχης, εμεις με αυτο μοναχα ζουμε.....
Απο κατω, στον αλλο οροφο καποιοι τσακωνονταν, ισως ο αντρας να δερνε την γυναικα, επειτα ακουστηκε κι ενα παιδικο κλαμα.
Η γυναικα σκεφτηκε τα λαθη της, ηταν απο αυτους που δεν συγχωρουν τα λαθη στον εαυτο τους.
Μια σκεφτοταν πως ετσι επρεπε να κανει, να ακουσει την καρδια της, μια γυριζε ο συλλογισμος και με σαρκασμο σχολιαζε την λαθεμενη επιλογη της..
Τωρα ειναι αργα ,σκεφτοταν, ο χρονος ειχε δειξει τα ακομψα δοντια του, επρεπε να συνεχισει την ζωη της οπως πριν.. Οπως πριν; αναρωτηθηκε, τιποτα δεν θα ταν ιδιο. Οι φιλοι την ειχαν εγκαταλειψει αφου απο καιρο την προειδοποιουσαν, προειδοποιουσαν; και τι φιλοι ηταν αυτοι που εκαναν συνεχεια το ιδιο πραγμα; γονεις της ηταν;
Η δουλεια της κατερρεε, πολυ καιρο πριν τον γνωρισει. Μα τι ηταν αυτο που την εριχνε πιο πολυ; η προσωπικη ηττα, ή η παραδοχη του λαθους της; παραδοχη του λαθους της; και τι ειναι η ζωη; δεν ειναι μια παραδοχη λαθων και μια αλληλουχια λυπης και χαρας;
Δεν επρεπε να τον σκεφτεται, Δεν επρεπε; μα τον αγαπησε γιατι την εβγαλε απο τα στενα της ορια, ο τροπος του την οδηγησε να ξεπερασει τον εαυτο της. Καλο δεν ηταν αυτο; να ξεφυγει απο τα συρματοπλεγματα της; τις αμυνες, τις φοβιες.. Φοβιες; μα αυτες ηρθαν πισω φονισσες, πιο γερα τωρα της φωναζουν, τωρα την απειλουν.
Ηθελε να ξεχασει. Να ξεχασει; να πεσει σε ληθη; μα αυτο μοιαζει με θανατο.
Απλα επρεπε τωρα να δει, εμπρος της μια χαραδρα, φοβοι, κατακραυγη, ενοχες, ο φοβος του θανατου πιο γερα, ολα χορευαν επικινδυνα μες το μυαλο της. Επικινδυνα; γιατι κι η γεννηση της επικινδυνη δεν ηταν; και η ενηλικιωση; κι αυτη ετσι ηταν.
Οχι, επρεπε να δει την κατασταση οπως ηταν, να καταλαβει τα λαθη της να μην τα επαναλαβει.
Να μην επαναλαβει; γιατι εισαγγελεα θα βαζε στα συναισθηματα της; θα ελεγε στον εαυτο της τωρα αγαπα, τωρα συμπαθησε, τωρα...
Μα τι ηταν αυτο που την ελοιωνε; ο φοβος της απορριψης; απορριψη; μα την αγαπησε πολυ κι αυτος, απλα οι καταστασεις δεν αφηναν να μεγαλωσει η ενωση και να τους ξεπερασει...
Επρεπε διχως φοβο να σταθει απεναντι στον καθρεπτη, να του χαμογελασει κι επειτα να κρινει απαλα.
Να κρινει απαλα; ναι πιο παιδικα, με πιο επιοικεια ισως, ή ισως με κατανοηση.
Επειτα; επειτα να δωσει χρονο στον εαυτο της να μαζεψει τις σταχτες να τις στρωσει με μια τελετη μπροστα της. Να τις μυρισει μια μια, να κυλιστει πανω τους ωσπου να μουντζουρωθει, να πονεσει πιο πολυ απο τον πονο.
Επειτα να διωξει απαλα, οχι διχως βιασυνη, μια μια ολες τις εικονες του, να αποσυνδεθει απο εκεινον,
να ξαναγινει παλι η εικονα της. Ο εαυτος της. Να αναψει κερια και να χορεψει τον χορο της ελπιδας.
Της ελπιδας; μα οσο ελπιζεις ποτε δεν ερχεται αυτο που θες, αυτο ερχεται μια αλλη στιγμη, οταν δεν το περιμενεις..
Τοτε να αδειασει απο προσμονες, να χορεψει τον χορο της αναγεννησης, να ξαναγεννηθει μεσα απο τις σταχτες. Ποσο καιρο θα ‘παιρνε; οσο καιρο χρειαζοταν της ελεγε ο καθρεπτης μπροστα της.
Ανοιξε τα παραθυρα και μπηκε ενα ψυχρο αερακι, ανανεωσε την ενεργεια και εκανε τα δακρυα να θολωσουν και να μεινουν για λιγο μακρια της. Μετα πηρε τα πινελα της, τα φυσηξε ενα ενα, τους εδειξε την αγαπη της κι αυτα γλυκαθηκαν και περιμεναν να χωθουν μες τα χρωματα, τωρα με πυρετωδεις κινησεις ανακατευε τα υλικα, αυτα συνουσιαζοντουσαν πολυ ευτυχισμενα. Επιτελους, τα ‘χε θυμηθει, ποσος καιρος ειχε περασει που ταν ανεγγιχτα, χωμενα σε ενα ντουλαπι. Απλωσε στο τραπεζι την συνουσια τους κι αφεθηκε σαν ναρκωμενη.
Μετα η απαθεια διαδεχτηκε το παθος, εξαψη την ξεσκιζε απο πανω μεχρι τα κατω, ναι, ενοιωθε παλι το συναισθημα του πεταγματος. Ζωγραφιζε και πετουσε, αιωρουνταν επανω στο ταβανι, ατελειωτη ευδαιμονια και γαληνη φωναζαν, οι φωνες τους μια γλυκα οργασμικη στην καρδια της....
Επειτα απο λιγο χτυπησε το τηλεφωνο, σε ενα νησι την καλουσε ενας φιλος απο παλια να εκθεσει τα εργα που του ειχε δειξει καποια φορα.
Μα ναι σκεφτηκε, αυτος που ‘χε πει οταν θες κατι πολυ το συμπαν συνομωτει μαζι σου, ειπε μια παπαρια, μεγαλη παπαρα, ε, ας τον εκτιμουσε σε αλλα που ειχε ξαναπει..
Οχι, ολα ερχονται οταν παψεις να τα περιμενεις, οταν τους εχεις φωναξει και μετα εισαι ελευθερος κι οχι εξαρτημενος απο την αναμονη, την πληρωση της επιθυμιας..
Αυριο ηταν μια αλλη μερα γαμοτο, ηταν μια αλλη μερα...χαμογελασε κι εβαλε κοκκινο κρασι και ηπιε στην υγεια της.. Νομιζω την ελεγαν Αννα, ή Ασπα, δεν θυμαμαι, εγω απλα ειχα αναλαβει φυλαξη εκεινο το βραδυ, ειχα ακουσει τον θρηνο της κι επρεπε να σπευσω με την καθιερωμενη μυστικοτητα, την αορατη απο τους ανθρωπους...
Ξερω, φαινεται μελο, αλλα ειναι γεματο χαρη, εχει και μια ηδονη η κλειδαροτρυπα της ψυχης, εμεις με αυτο μοναχα ζουμε.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου