Η προιστορική αράχνη του έρωτα λεγόταν Άννα. Με δάγκωσε σε όλες τις πλευρές μου, αυτές που θεωρούσα άτρωτες και ησυχασμένες στην χοάνη του χρόνου.
Βγαίναμε για περίπου ένα μήνα. Οι συναντήσεις μας ήταν παράνομες και μεθυσμένες. Όσο και μεθυστικές.
Ήταν παντρεμένη με ένα γνωστό δικηγόρο της Αθήνας,γνωστό όχι μόνο για τα λεφτά του, αλλά και για τις περίεργες δοσοληψίες του με ανθρώπους που ήταν δακτυλοδεικτούμενοι στον χώρο του ποινικού εγκλήματος.
Με την Άννα περπατούσαμε κάτω από τον Παρθενώνα και γύρω από την παραλιακή.
Ένα βράδυ αποφάσισα να μπώ μέσα της. Όλα τα προηγούμενα βράδια, απλά άφηνα τον εαυτό μου να επεξεργαστεί τα φιλιά της. Να μυρίσω με σαφήνεια το άρωμα της πίσω από τα αυτιά.
Να το ξεχωρίσω από την μυρουδιά του δέρματος της. Να σκιαγραφήσω τα κύτταρα της στα χέρια μου.
.......................
Εκείνο το μαγικό βράδυ περπατούσαμε πάλι κάτω από τον Παρθενώνα. Είχε το κρύο που σέρνει πάνω του ο Δεκέμβρης.
Στάθηκε έξω από ένα υπέροχο κτίριο,ένα παλιό αρχοντικό, διαβάσαμε πως προοριζόταν για μουσείο΄κάποιου ποιητή.
Ήταν ανοιχτή η πόρτα του. Μπήκαμε μέσα διασχίζοντας την αυλή του.
Ξερά μεγάλα κλαδιά δέντρων αγνάντευαν το φεγγάρι. Καθώς την φιλούσα το μισό μου μάτι έμπαινε στο πρόσωπο της και το άλλο μισό πήγαινε πίσω από τα κλαδιά. Τα χέρια της με μάγευαν από την αρχή. Τα δάχτυλα της ήταν σαν χάδι ενός στέρνου μικρού πουλιού. Μακριά και απαλά. Τα φιλιά μας άπλωναν μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο του σπτιού σχηματίζοντας μικρούς κρατήρες.
Ο έρωτας είναι κρατήρας.
Η Άννα ήταν μια ιέρεια, φορούσε μαύρο φόρεμα και τα μάτια της ήταν δυο κάρβουνα που με ρούφαγαν σιγά σιγά, με την σταθερότητα που διαθέτει η κινούμενη άμμος.
Η γυναίκα φαμ-φατάλ πάντα πίστευα πως κάτω από την γοητεία της κρύβει μια κουρασμένη ψυχή. Γι αυτό η Άννα μου ξεχώριζε, ήταν μια φαμ αλλά ήταν και τόσο παιδί που ο συνδυασμός αυτός μου τρύπαγε σιγά και σταθερά τα κόκαλα.
Δεν υπήρχε καμμία κούραση σε αυτό το πλάσμα, διέθετε ένα αλάθητο ένστικτο και μια ζωντάνια που έκανε το κεφάλι μου να γυρίζει.
.......................
Στεκόμασταν πίσω από το περβάζι του παραθύρου. Το φεγγάρι φώτιζε την αυλή και τα κλαδιά των δέντρων. Τα μάτια της ήταν το ίδιο σκιστά στις γωνίες, όπως μιας γάτας. Καθώς το στόμα μου ήταν μέσα στο δικό της ένιωθα το κεντρί του έρωτα να με τρυπάει αδιάκριτα.
Το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Όλο το σπίτι ήταν ανοιχτό. Το φεγγάρι έμπαινε μέσα του. Η γλώσσα της ήταν μια εύφορη κοιλάδα με πολύ λεπτές και διάχυτες αισθήσεις.
Όλες οι απολήξεις των αισθήσεων με έκαναν να παραπατάω σε κάτι που θα έλεγα παράδεισο και κόλαση.
Πήρα τα στήθια της στα χέρια μου. Τους γοφούς της. Τα πόδια της. Τον λαιμό της.
Άννα. Ιππεύτρια των ονείρων μου.
Μια αλλόκοτη φρενήρης. Στόματα σαν άλογα με καλπασμούς κόκκινους.
Το φεγγάρι μας φώτιζε. Την έκανα να καθίσει στο περβάζι.
(Κοίτα με), μου είπε και η φωνή της έσπασε σε βραχνές κρούστες.
Ναι, την κοίταζα. Την φιλούσα και την κοίταζα. Όλα με διέγειραν ασφυκτικά.
Ο τρόπος που ήθελε να την παρακολουθώ. Αυτό ήθελε, ήθελε να βλέπω πως ο πόθος μεταμορφώνει το πρόσωπο της.
Τα μάτια της μεγάλωναν. Το στόμα της μουσκεμένο σε εκατό φύλλα.
Σήκωσα το φουστάνι της. Μπήκα μέσα της αβίαστα. Στην αρχή μαλακά. Μετά ανυπότακτα.
Οι φωνές μας ξεσήκωναν τους τοίχους και τα δέντρα έξω. Η παλαιά σκάλα μπροστά μας θα λεγες πως ξαφνικά περπατιόταν από νύμφες και ξωτικά.
(Μην σταματάς), με παρακαλούσε σαν γυναίκα που έπρεπε να υποταχτεί από μια μοίρα τυφλή και σαν παιδί που ήθελε φροντίδα κι αγάπη.
Τα πόδια της τυλιγμένα στην μέση μου.
Έριξε πίσω το κεφάλι της. Τώρα έβλεπα μόνο τον λαιμό της. Μακρύς και λευκός. Θα έλεγα πως ο λαιμός της ήταν μια συνέχεια των δαχτύλων της.
Θα ήθελα να μπορούσε να με τρυπήσει στο στήθος μου με τον δείκτη της. Πως να τρυπησουν όμως δάχτυλα που χαιδεύουν όπως το στέρνο ενός μικρού πουλιού;
Και τότε, όταν πια αφεθήκαμε στα κύματα, πότε στην μέση της καυτής ερήμου, πότε στο βούλιαγμα της στέπας, πότε στην αμμμουδιά γεμάτης ψαρόνια αποφασίσαμε να πετάξουμε έξω από τα σώματα μας.
.......................
Το σώμα φυλάει προσεκτικά όλα αυτά που γνωρίζει η ψυχή.
Υπάρχουν ψυχές γερασμένες από την ώρα της γέννας. Η δική μας ήταν μια αυλή γεμάτη από ανθρώπους αλλά λίγο μετά το τέλος της εφηβείας.
Καθώς πετούσαμε ο ένας μέσα στον άλλο είδαμε πόσο μοιάζαμε στα ζητήματα της αθωότητας .
Είμαστε γεμάτοι εμπειρίες. Η Άννα πολύ περισσότερο. Κι όμως όσο και να γνωρίσαμε τις ανθρώπινες κακοτοπιές αυτό δεν έβαλε φρένο στον τρόπο τον φρέσκο που βλέπαμε τον κόσμο.
Αυτό ήταν το πρώτο που διαπιστώσαμε πως μοιάζαμε. Το άλλο ήταν η απολυτότητα που δινόμασταν όταν αποφασίζαμε να δοθούμε.
Το άλλο ήταν πως θέλαμε να ζήσουμε πολύ έντονα.
Σαν κομήτες. Σαν ταξίδια αποφασισμένων Τιτανικών...
Έρωτας...Τι πάει να πει έρωτας; Τι ξέρεις εσύ από αυτόν; Τι ξέρεις για αυτόν;
Τίποτε δεν ξέρεις.
Μόνο μυρίζεσαι..περιμένεις...
.......................
Τελειώσαμε σφαδάζοντας ψιθυρίζοντας ακατάληπτα χρησμούς και τραγούδια ξωτικών.
Αφήσαμε τον υγρό μας κόσμο να βγεί στους ωκεανούς.
Ρίξαμε πάνω τους γυάλινα μπουκάλια με χαρτάκια. τα χαρτάκια έγραφαν το όνομα μας. Και κάτι αρχικά. s.o.s.
.....................
Κόκκινο.
Μπλε.
Φεγγάρι από μπλε και κόκκινο.
Αννα. Μικρή αμαζόνα, νομάδας των αισθήσεων.
Να αναρωτιέμαι. Ζω από το κεφάλι μου ή από την καρδιά μου;
....................
Μετα την έχασα. Δεν είχα επιθετο της. Το κινητό της απαντούσε μονότονα. ο αριθμός που καλέσατε...
Την έχασα...Για μέρες κοιμόμουν στην στάση του εμβρύου.
Από κάτω μου έχασκαν μπουκάλες με αλκοόλ. Χαρτιά πεταμένα. Δεν μπορούσα να γράψω τίποτε. Τα λεφτά θα τελείωναν σύντομα. Έπειτα ήρθε η μετάφραση του Πεσσόα και άρχισα κάπως να θυμάμαι να ζω.
Να τρώω.
Δεν ήξερα το σπίτι της. Μόνο τις κομψές μας βόλτες κάτω από τον Παρθενώνα.
Εκείνο το σπίτι που θα γινόταν μουσείο. Την ώρα που χαρτογραφούσαμε τα σώματα μας...
....................
Οι ειδήσεις με βρήκαν να πίνω κρασί χαζοναρκωμένος μπροστά στην τηλεόραση.
Η γυναίκα γνωστού ποινικολόγου που είχε χαθεί για πολλές ημέρες...
Το πτώμα της ήταν σε αποσύνθεση...
Τα έργα είχαν σταματήσει λόγω της οικονομικής κρίσης και το μουσείο είχε παραμείνει στα αρχικά στάδια όταν βρέθηκε κάποιος χρηματοδότης από το εξωτερικό. Την Δευτέρα άρισαν ξανά οι εργασίες και οι εργάτες βρήκαν το πτώμα κάτω από το περβάζι...και...και...
Το πτώμα εξετάστηκε από τον ιατροδικαστή Τ...ο οποίος δήλωσε πως το θύμα πέθανε από στραγγαλισμό..
.......................
Και αμέσως θυμήθηκα...
Καθώς τελείωνα μέσα της εκείνη ξεψυχούσε στα χέρια μου.
Τα μάτια της με κοιτούσαν σαν τεντωμένες κλωστές απορίας και λύπης...
Δεν άντεχα τον εαυτό μου δίχως της...
Δεν ήξερα τον εαυτό μου όταν το έκανα...
.....................
Ξαναγύρισα στην στάση του εμβρύου.
Ο Πεσσόα είναι στο ταβάνι.
Μου βγάζει την γλώσσα...
Τον μεταφράζω...
Δεν ξέρεις τι είναι ο έρωτας...
Ο έρωτας είναι μια προιστορική αράχνη...
ΌΤΑΝ ΣΕ ΔΑΓΚΩΣΕΙ ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΠΟΤΕ...
Βγαίναμε για περίπου ένα μήνα. Οι συναντήσεις μας ήταν παράνομες και μεθυσμένες. Όσο και μεθυστικές.
Ήταν παντρεμένη με ένα γνωστό δικηγόρο της Αθήνας,γνωστό όχι μόνο για τα λεφτά του, αλλά και για τις περίεργες δοσοληψίες του με ανθρώπους που ήταν δακτυλοδεικτούμενοι στον χώρο του ποινικού εγκλήματος.
Με την Άννα περπατούσαμε κάτω από τον Παρθενώνα και γύρω από την παραλιακή.
Ένα βράδυ αποφάσισα να μπώ μέσα της. Όλα τα προηγούμενα βράδια, απλά άφηνα τον εαυτό μου να επεξεργαστεί τα φιλιά της. Να μυρίσω με σαφήνεια το άρωμα της πίσω από τα αυτιά.
Να το ξεχωρίσω από την μυρουδιά του δέρματος της. Να σκιαγραφήσω τα κύτταρα της στα χέρια μου.
.......................
Εκείνο το μαγικό βράδυ περπατούσαμε πάλι κάτω από τον Παρθενώνα. Είχε το κρύο που σέρνει πάνω του ο Δεκέμβρης.
Στάθηκε έξω από ένα υπέροχο κτίριο,ένα παλιό αρχοντικό, διαβάσαμε πως προοριζόταν για μουσείο΄κάποιου ποιητή.
Ήταν ανοιχτή η πόρτα του. Μπήκαμε μέσα διασχίζοντας την αυλή του.
Ξερά μεγάλα κλαδιά δέντρων αγνάντευαν το φεγγάρι. Καθώς την φιλούσα το μισό μου μάτι έμπαινε στο πρόσωπο της και το άλλο μισό πήγαινε πίσω από τα κλαδιά. Τα χέρια της με μάγευαν από την αρχή. Τα δάχτυλα της ήταν σαν χάδι ενός στέρνου μικρού πουλιού. Μακριά και απαλά. Τα φιλιά μας άπλωναν μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο του σπτιού σχηματίζοντας μικρούς κρατήρες.
Ο έρωτας είναι κρατήρας.
Η Άννα ήταν μια ιέρεια, φορούσε μαύρο φόρεμα και τα μάτια της ήταν δυο κάρβουνα που με ρούφαγαν σιγά σιγά, με την σταθερότητα που διαθέτει η κινούμενη άμμος.
Η γυναίκα φαμ-φατάλ πάντα πίστευα πως κάτω από την γοητεία της κρύβει μια κουρασμένη ψυχή. Γι αυτό η Άννα μου ξεχώριζε, ήταν μια φαμ αλλά ήταν και τόσο παιδί που ο συνδυασμός αυτός μου τρύπαγε σιγά και σταθερά τα κόκαλα.
Δεν υπήρχε καμμία κούραση σε αυτό το πλάσμα, διέθετε ένα αλάθητο ένστικτο και μια ζωντάνια που έκανε το κεφάλι μου να γυρίζει.
.......................
Στεκόμασταν πίσω από το περβάζι του παραθύρου. Το φεγγάρι φώτιζε την αυλή και τα κλαδιά των δέντρων. Τα μάτια της ήταν το ίδιο σκιστά στις γωνίες, όπως μιας γάτας. Καθώς το στόμα μου ήταν μέσα στο δικό της ένιωθα το κεντρί του έρωτα να με τρυπάει αδιάκριτα.
Το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Όλο το σπίτι ήταν ανοιχτό. Το φεγγάρι έμπαινε μέσα του. Η γλώσσα της ήταν μια εύφορη κοιλάδα με πολύ λεπτές και διάχυτες αισθήσεις.
Όλες οι απολήξεις των αισθήσεων με έκαναν να παραπατάω σε κάτι που θα έλεγα παράδεισο και κόλαση.
Πήρα τα στήθια της στα χέρια μου. Τους γοφούς της. Τα πόδια της. Τον λαιμό της.
Άννα. Ιππεύτρια των ονείρων μου.
Μια αλλόκοτη φρενήρης. Στόματα σαν άλογα με καλπασμούς κόκκινους.
Το φεγγάρι μας φώτιζε. Την έκανα να καθίσει στο περβάζι.
(Κοίτα με), μου είπε και η φωνή της έσπασε σε βραχνές κρούστες.
Ναι, την κοίταζα. Την φιλούσα και την κοίταζα. Όλα με διέγειραν ασφυκτικά.
Ο τρόπος που ήθελε να την παρακολουθώ. Αυτό ήθελε, ήθελε να βλέπω πως ο πόθος μεταμορφώνει το πρόσωπο της.
Τα μάτια της μεγάλωναν. Το στόμα της μουσκεμένο σε εκατό φύλλα.
Σήκωσα το φουστάνι της. Μπήκα μέσα της αβίαστα. Στην αρχή μαλακά. Μετά ανυπότακτα.
Οι φωνές μας ξεσήκωναν τους τοίχους και τα δέντρα έξω. Η παλαιά σκάλα μπροστά μας θα λεγες πως ξαφνικά περπατιόταν από νύμφες και ξωτικά.
(Μην σταματάς), με παρακαλούσε σαν γυναίκα που έπρεπε να υποταχτεί από μια μοίρα τυφλή και σαν παιδί που ήθελε φροντίδα κι αγάπη.
Τα πόδια της τυλιγμένα στην μέση μου.
Έριξε πίσω το κεφάλι της. Τώρα έβλεπα μόνο τον λαιμό της. Μακρύς και λευκός. Θα έλεγα πως ο λαιμός της ήταν μια συνέχεια των δαχτύλων της.
Θα ήθελα να μπορούσε να με τρυπήσει στο στήθος μου με τον δείκτη της. Πως να τρυπησουν όμως δάχτυλα που χαιδεύουν όπως το στέρνο ενός μικρού πουλιού;
Και τότε, όταν πια αφεθήκαμε στα κύματα, πότε στην μέση της καυτής ερήμου, πότε στο βούλιαγμα της στέπας, πότε στην αμμμουδιά γεμάτης ψαρόνια αποφασίσαμε να πετάξουμε έξω από τα σώματα μας.
.......................
Το σώμα φυλάει προσεκτικά όλα αυτά που γνωρίζει η ψυχή.
Υπάρχουν ψυχές γερασμένες από την ώρα της γέννας. Η δική μας ήταν μια αυλή γεμάτη από ανθρώπους αλλά λίγο μετά το τέλος της εφηβείας.
Καθώς πετούσαμε ο ένας μέσα στον άλλο είδαμε πόσο μοιάζαμε στα ζητήματα της αθωότητας .
Είμαστε γεμάτοι εμπειρίες. Η Άννα πολύ περισσότερο. Κι όμως όσο και να γνωρίσαμε τις ανθρώπινες κακοτοπιές αυτό δεν έβαλε φρένο στον τρόπο τον φρέσκο που βλέπαμε τον κόσμο.
Αυτό ήταν το πρώτο που διαπιστώσαμε πως μοιάζαμε. Το άλλο ήταν η απολυτότητα που δινόμασταν όταν αποφασίζαμε να δοθούμε.
Το άλλο ήταν πως θέλαμε να ζήσουμε πολύ έντονα.
Σαν κομήτες. Σαν ταξίδια αποφασισμένων Τιτανικών...
Έρωτας...Τι πάει να πει έρωτας; Τι ξέρεις εσύ από αυτόν; Τι ξέρεις για αυτόν;
Τίποτε δεν ξέρεις.
Μόνο μυρίζεσαι..περιμένεις...
.......................
Τελειώσαμε σφαδάζοντας ψιθυρίζοντας ακατάληπτα χρησμούς και τραγούδια ξωτικών.
Αφήσαμε τον υγρό μας κόσμο να βγεί στους ωκεανούς.
Ρίξαμε πάνω τους γυάλινα μπουκάλια με χαρτάκια. τα χαρτάκια έγραφαν το όνομα μας. Και κάτι αρχικά. s.o.s.
.....................
Κόκκινο.
Μπλε.
Φεγγάρι από μπλε και κόκκινο.
Αννα. Μικρή αμαζόνα, νομάδας των αισθήσεων.
Να αναρωτιέμαι. Ζω από το κεφάλι μου ή από την καρδιά μου;
....................
Μετα την έχασα. Δεν είχα επιθετο της. Το κινητό της απαντούσε μονότονα. ο αριθμός που καλέσατε...
Την έχασα...Για μέρες κοιμόμουν στην στάση του εμβρύου.
Από κάτω μου έχασκαν μπουκάλες με αλκοόλ. Χαρτιά πεταμένα. Δεν μπορούσα να γράψω τίποτε. Τα λεφτά θα τελείωναν σύντομα. Έπειτα ήρθε η μετάφραση του Πεσσόα και άρχισα κάπως να θυμάμαι να ζω.
Να τρώω.
Δεν ήξερα το σπίτι της. Μόνο τις κομψές μας βόλτες κάτω από τον Παρθενώνα.
Εκείνο το σπίτι που θα γινόταν μουσείο. Την ώρα που χαρτογραφούσαμε τα σώματα μας...
....................
Οι ειδήσεις με βρήκαν να πίνω κρασί χαζοναρκωμένος μπροστά στην τηλεόραση.
Η γυναίκα γνωστού ποινικολόγου που είχε χαθεί για πολλές ημέρες...
Το πτώμα της ήταν σε αποσύνθεση...
Τα έργα είχαν σταματήσει λόγω της οικονομικής κρίσης και το μουσείο είχε παραμείνει στα αρχικά στάδια όταν βρέθηκε κάποιος χρηματοδότης από το εξωτερικό. Την Δευτέρα άρισαν ξανά οι εργασίες και οι εργάτες βρήκαν το πτώμα κάτω από το περβάζι...και...και...
Το πτώμα εξετάστηκε από τον ιατροδικαστή Τ...ο οποίος δήλωσε πως το θύμα πέθανε από στραγγαλισμό..
.......................
Και αμέσως θυμήθηκα...
Καθώς τελείωνα μέσα της εκείνη ξεψυχούσε στα χέρια μου.
Τα μάτια της με κοιτούσαν σαν τεντωμένες κλωστές απορίας και λύπης...
Δεν άντεχα τον εαυτό μου δίχως της...
Δεν ήξερα τον εαυτό μου όταν το έκανα...
.....................
Ξαναγύρισα στην στάση του εμβρύου.
Ο Πεσσόα είναι στο ταβάνι.
Μου βγάζει την γλώσσα...
Τον μεταφράζω...
Δεν ξέρεις τι είναι ο έρωτας...
Ο έρωτας είναι μια προιστορική αράχνη...
ΌΤΑΝ ΣΕ ΔΑΓΚΩΣΕΙ ΤΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΠΟΤΕ...
Είναι εντυπωσιακά αρκετά από τα γραπτά σου. Κλέινουν μέσα τους ακριβές ανθρώπινες εμπειρίες με έναν τρόπο καλά επεξεργασμένο. Αν θα ήταν δυνατόν να βελτιώσεις τον
ΑπάντησηΔιαγραφήτρόπο απόδοσής τους (που δεν είναι κακός) θα μιλάμε μάλλον για σπουδαία δημιουργία