Την λύπη που κρατούσε η Σμύρνη αντίκρυσεςκάτω από την διάφανη κουρτίνα που φόραγε ο χρόνος.
Με κομπολόγια από φίλντισι οι γέροι μελετούσαν τα γεγονότα
καθώς μια κοπέλα έπεφτε από το παράθυρο,
την ίδια ώρα που στο επόμενο στενό του σπιτιού της τα μπαχαρικά έστηναν μια παράσταση,
μια παλιά αρχόντισσα έριχνε τα χαρτιά της κι είδε το φύλλο του θανάτου δίχως να ξέρει πως αυτό ήδη συνέβαινε.
...............
Το όπιο έπινε ένας ντελάλης
καθώς τα ασπρόρουχα ριγούσαν στον ήλιο,
άλλα χαρτιά έστηναν οι απρόσκλητοι εθνοπατέρες να δώσουν την πόλη μακριά από την ρίζα του κορμιού της.
Πιό κάτω ο Βόσπορος έπινε θυμό και ερπετά της θλίψης
κι ήρθε η ημέρα που γέμισε πτώματα,
πόσο πιό πολύ να μιλήσουν οι νεκροί
κι αυτός ο αιώνιος πετεινός να καλεί την νέα μέρα.
.................
Γέννησαν τα νερά θάνατο και φωνές πνιγμένες στον τελευταίο ρόγχο,
που ήμουν εγώ αγέννητη ακόμη;
Κι εσύ, στην στέγη του ουρανού να πηγαίνεις μακριά από τα μοβ λουλούδια,
στην Αθηνάς και στα χαμόσπιτα του Πειραιά,
να γέρνεις σαν τον ίσκιο του ελάτου πάνω από τους τάφους τους οικογενειακούς,
σύχρονος αναχωρητής τώρα, μέσα στης Δύσης το κλαδί,
να λες με αίμα στο στόμα, (τι είναι η Ευρώπη εκτός από ένα παιδί δίχως μητέρα).
..................
Που πας,
που πάω εγώ, με ένα χάραμα στο νου μου, στο νησί που τα χελιδόνια φύγαν για αλλού,
μικρή εξόριστη κυρά στο μπράτσο ενός Δανδή.
Μιλάμε, κι όσο μιλάμε γέρνει ο κόσμος μέσα στα χέρια μας,
μιλάς κι όσο μιλάς η Βενετία τρέμει πάνω σε μια μεθυσμένη ασημόχρυση γαλέρα,
ένα λεωφορείο με τρελούς μποέμ ποιητές κλωτσά σαν άλογο τις πέτρες.
Χαρμολύπες μας ανέδειξαν, η σιωπή μας μας σκοτώνει,
πάρε τα λάφυρα, πάρε τα παράσημα του πολέμου γιατί τίποτε από αυτά δεν έμαθες,
με τόξα από λουλούδια σιγοντάρεις στον ίδιο μας τον θάνατο.
........................
Βρήκες στο λεξικό όλες τις λέξεις που τελειώνουν σε -ισμός, για σκέψου,
τι μικρότητα! Να σέρνεις τα πόδια σου ως την πόρτα της γιαγιάς σου και να λες,
εγώ είμαι τώρα,
άλλο το εγώ, άλλο το εμείς, άλλο το αυτοί.
.........................
Κι όμως μια μήτρα σε φιλοξένησε και σένα,
μόνο που ξέχασες πια να κοιτάς, να σχωρνάς όσα δεν έκανες,
φαίνεται η μάνα σου πέθανε πριν σε γεννήσει κι αυτό δεν το ξεχνάς ποτέ.
....................
Με μιαν αυτόματη γραφή διατρέχω τον Βόσπορο, τον Σηκουάνα, την Βενετία, την Αμοργό,
αδύναμη σαν ορφανή σκιά κατέχω πόσο γερά θα με τραβήξει η άβυσσος,
μυστήριο η ζωή κι ο θάνατος,
όμως από όλα αγάπη μου πιό πολύ μυστήριος είναι ο άνθρωπος...
Με κομπολόγια από φίλντισι οι γέροι μελετούσαν τα γεγονότα
καθώς μια κοπέλα έπεφτε από το παράθυρο,
την ίδια ώρα που στο επόμενο στενό του σπιτιού της τα μπαχαρικά έστηναν μια παράσταση,
μια παλιά αρχόντισσα έριχνε τα χαρτιά της κι είδε το φύλλο του θανάτου δίχως να ξέρει πως αυτό ήδη συνέβαινε.
...............
Το όπιο έπινε ένας ντελάλης
καθώς τα ασπρόρουχα ριγούσαν στον ήλιο,
άλλα χαρτιά έστηναν οι απρόσκλητοι εθνοπατέρες να δώσουν την πόλη μακριά από την ρίζα του κορμιού της.
Πιό κάτω ο Βόσπορος έπινε θυμό και ερπετά της θλίψης
κι ήρθε η ημέρα που γέμισε πτώματα,
πόσο πιό πολύ να μιλήσουν οι νεκροί
κι αυτός ο αιώνιος πετεινός να καλεί την νέα μέρα.
.................
Γέννησαν τα νερά θάνατο και φωνές πνιγμένες στον τελευταίο ρόγχο,
που ήμουν εγώ αγέννητη ακόμη;
Κι εσύ, στην στέγη του ουρανού να πηγαίνεις μακριά από τα μοβ λουλούδια,
στην Αθηνάς και στα χαμόσπιτα του Πειραιά,
να γέρνεις σαν τον ίσκιο του ελάτου πάνω από τους τάφους τους οικογενειακούς,
σύχρονος αναχωρητής τώρα, μέσα στης Δύσης το κλαδί,
να λες με αίμα στο στόμα, (τι είναι η Ευρώπη εκτός από ένα παιδί δίχως μητέρα).
..................
Που πας,
που πάω εγώ, με ένα χάραμα στο νου μου, στο νησί που τα χελιδόνια φύγαν για αλλού,
μικρή εξόριστη κυρά στο μπράτσο ενός Δανδή.
Μιλάμε, κι όσο μιλάμε γέρνει ο κόσμος μέσα στα χέρια μας,
μιλάς κι όσο μιλάς η Βενετία τρέμει πάνω σε μια μεθυσμένη ασημόχρυση γαλέρα,
ένα λεωφορείο με τρελούς μποέμ ποιητές κλωτσά σαν άλογο τις πέτρες.
Χαρμολύπες μας ανέδειξαν, η σιωπή μας μας σκοτώνει,
πάρε τα λάφυρα, πάρε τα παράσημα του πολέμου γιατί τίποτε από αυτά δεν έμαθες,
με τόξα από λουλούδια σιγοντάρεις στον ίδιο μας τον θάνατο.
........................
Βρήκες στο λεξικό όλες τις λέξεις που τελειώνουν σε -ισμός, για σκέψου,
τι μικρότητα! Να σέρνεις τα πόδια σου ως την πόρτα της γιαγιάς σου και να λες,
εγώ είμαι τώρα,
άλλο το εγώ, άλλο το εμείς, άλλο το αυτοί.
.........................
Κι όμως μια μήτρα σε φιλοξένησε και σένα,
μόνο που ξέχασες πια να κοιτάς, να σχωρνάς όσα δεν έκανες,
φαίνεται η μάνα σου πέθανε πριν σε γεννήσει κι αυτό δεν το ξεχνάς ποτέ.
....................
Με μιαν αυτόματη γραφή διατρέχω τον Βόσπορο, τον Σηκουάνα, την Βενετία, την Αμοργό,
αδύναμη σαν ορφανή σκιά κατέχω πόσο γερά θα με τραβήξει η άβυσσος,
μυστήριο η ζωή κι ο θάνατος,
όμως από όλα αγάπη μου πιό πολύ μυστήριος είναι ο άνθρωπος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου