Γνώριμοι οι ίσκιοι κι οι ντροπές, στο σπίτι εκεί στον Νότο
Ξερόχορτα καρτερικά υπέμεναν τα χάδια απ το χιόνι
Σαλίγκαροι ατάλαντοι στο πρώτο ξύπνημα
Μητέρες ασάλευτες κουρασμένες
Παιδιά δίχως όνειρα διψασμένα
Βαρύ το πένθος.
....
Και πάντα η αναμονή, το πένθος να σωπάσει
Βαρύ το χρέος της τιμής
μα ποιά τιμή να κρύβει η ορφάνια
η τόσο γνώριμη αποστροφή των τζιτζικιών στα μάτια του Χειμώνα
Πόσο, πες ,αποτιμάς την μεταλλική γεύση της πέτρας.
Τις προσδοκίες της μέρας
του βρέφους που κρύβεις μέσα σου,
να σε προσέχεις.
.....
Αυτό λένε οι φίλοι σου έχοντας την έννοια σου,
μα κάτω από το μαξιλάρι σου φύλλα κίτρινα,
ασφυκτική η πίεση του χρόνου,
κοντεύει η δύση του ήλιου και μέτρα την.
....
Με χέρια δοξασμένα κι όχι υπερφίαλα
γράφουν κεντώντας στις πέτρες
φωτογραφίζουν πρόσωπα άλλοτε βαριά από γοητεία κι άλλοτε στεγνά
ζωγραφίζουν σε κάδρα ξύλινα
ανακατεύουν μυρουδιές αλύγιστες
μεθούν τα κενά βράδια σε καπηλειά ξεχασμένα,
οι άνθρωποι στον Νότο παρατημένοι σαν τους κορμούς σε κρύα θάλασσα.
....
Προδικασμένο το τέλος τους
ενώ το απαγγέλει μια γυναίκα μπρούτζινη
γυναίκα κόκκινη
γυναίκα που δεν αγαπήθηκε ποτέ όσο της άξιζε,
ίσως σε μια άλλη ζωή,
ίσως σε άλλον αιώνα την βρώ,
ίσως μπορέσω να της απαλύνω τον τόνο στα δάκρυα,
ίσως να της μαλακώσω τις γραμμές της λύπης στο μέτωπο.
.....
Ίσως αποδεχτώ πως ότι υπάρχει σήμερα δεν θα υπάρχει αύριο.
......
Μα ξέρω βαθιά,
όλα τα ίσως αν ένωνα θα απολάμβανα μια αλήθεια.
.....
Και τι να την κάνω την αλήθεια μόνη της!
.....
Η γριά με το μαύρο μαντήλι στο κεφάλι ξενυχτάει μοιρολογώντας,
το καράβι που πήρε μακριά το τέκνο της,
το θάνατο που την ανάγκασε να βάλει σεντόνι στον καθρέφτη της,
το σπίτι της που έμεινε μόνο του,
το σπίτι αυτό αναγκαστικά το κουβαλάω στην πλάτη μου,
είναι η ρίζα που έθρεψε τα μάτια μου,
την καταγραφή των προσωπικών μου γεγονότων.
.....
Το σπίτι αυτό πάντα ήταν άοπλο
φτωχικό, με τοίχους επιπόλαια καμωμένους,
παίρνω ξυραφιές και τραβάω γραμμές πάνω τους.
Πέφτει ο ασβέστης και κλαίει.
Οι παλιές φωτογραφίες με κοιτούν αλαφιασμένες,
αμέσως ακούγεται στο σπίτι αυτό ένα κλάμα από βιολάκι,
ενα λαούτο αντρικό,
ένα μπαγλαμαδάκι αναμμένο σαν καντήλι.
.....
Απλώνεται γύρω μουσική
καθώς με αποφασιστικότητα αρχίζω να χορεύω με μάτι λυκίσιο κάπως γοητευτικό,
με βήματα αναποφάσιστα,
αναδεύω πειρασμούς στα κατάρτια του ουρανού,
βάζω χιόνι στο κεφάλι μου καθώς,
καθώς κι ένα κλαρίνο προσθέτει την παρέα του,
πρέπει τώρα να σηκώσω το κεφάλι μου,
τους ώμους μου να ισιώσω καθώς,
καθώς πέφτουν οι τοίχοι πάνω μου,
ω,
εξάλλου αυτό ήθελα,
γεμίζω ασβέστη και χιόνι,
ακούω τα θεμέλια που φεύγουν ματωμμένα.
.....
Τυφλωμένη από απελπισία συναντώ την ρίζα μου,
εγώ θα αποφασίσω πως θα την φυγαδεύσω,
πάντα ο πόνος είναι η αιτία να δραπετεύσω είτε δημιουργικά είτε απλώνοντας τα όρια.
.....
Το πολύ πολύ να καλέσω κι ένα σαξόφωνο
καθώς το σπίτι του Νότου θα χει περάσει στο δεύτερο σάστισμα,
Νοτιοανατολικά θα βρίσκονται τα πουλιά που καλούσα μικρή,
από κει θα ρθούν όταν η ρίζα μου θα χει γίνει καθρέφτης τεράστιος με σεντόνι πάνω του απλωμένο,
θα υπάρχει λίγος ήλιος να ζεσταίνονται μέσα του τραγούδια,
στίχοι σαν ψωμί ψημένο στα χέρια μου,
λάβετε φάγετε θα πω στα πουλιά,
αυτό ήταν το σπίτι μου και το αίμα μου....
Ξερόχορτα καρτερικά υπέμεναν τα χάδια απ το χιόνι
Σαλίγκαροι ατάλαντοι στο πρώτο ξύπνημα
Μητέρες ασάλευτες κουρασμένες
Παιδιά δίχως όνειρα διψασμένα
Βαρύ το πένθος.
....
Και πάντα η αναμονή, το πένθος να σωπάσει
Βαρύ το χρέος της τιμής
μα ποιά τιμή να κρύβει η ορφάνια
η τόσο γνώριμη αποστροφή των τζιτζικιών στα μάτια του Χειμώνα
Πόσο, πες ,αποτιμάς την μεταλλική γεύση της πέτρας.
Τις προσδοκίες της μέρας
του βρέφους που κρύβεις μέσα σου,
να σε προσέχεις.
.....
Αυτό λένε οι φίλοι σου έχοντας την έννοια σου,
μα κάτω από το μαξιλάρι σου φύλλα κίτρινα,
ασφυκτική η πίεση του χρόνου,
κοντεύει η δύση του ήλιου και μέτρα την.
....
Με χέρια δοξασμένα κι όχι υπερφίαλα
γράφουν κεντώντας στις πέτρες
φωτογραφίζουν πρόσωπα άλλοτε βαριά από γοητεία κι άλλοτε στεγνά
ζωγραφίζουν σε κάδρα ξύλινα
ανακατεύουν μυρουδιές αλύγιστες
μεθούν τα κενά βράδια σε καπηλειά ξεχασμένα,
οι άνθρωποι στον Νότο παρατημένοι σαν τους κορμούς σε κρύα θάλασσα.
....
Προδικασμένο το τέλος τους
ενώ το απαγγέλει μια γυναίκα μπρούτζινη
γυναίκα κόκκινη
γυναίκα που δεν αγαπήθηκε ποτέ όσο της άξιζε,
ίσως σε μια άλλη ζωή,
ίσως σε άλλον αιώνα την βρώ,
ίσως μπορέσω να της απαλύνω τον τόνο στα δάκρυα,
ίσως να της μαλακώσω τις γραμμές της λύπης στο μέτωπο.
.....
Ίσως αποδεχτώ πως ότι υπάρχει σήμερα δεν θα υπάρχει αύριο.
......
Μα ξέρω βαθιά,
όλα τα ίσως αν ένωνα θα απολάμβανα μια αλήθεια.
.....
Και τι να την κάνω την αλήθεια μόνη της!
.....
Η γριά με το μαύρο μαντήλι στο κεφάλι ξενυχτάει μοιρολογώντας,
το καράβι που πήρε μακριά το τέκνο της,
το θάνατο που την ανάγκασε να βάλει σεντόνι στον καθρέφτη της,
το σπίτι της που έμεινε μόνο του,
το σπίτι αυτό αναγκαστικά το κουβαλάω στην πλάτη μου,
είναι η ρίζα που έθρεψε τα μάτια μου,
την καταγραφή των προσωπικών μου γεγονότων.
.....
Το σπίτι αυτό πάντα ήταν άοπλο
φτωχικό, με τοίχους επιπόλαια καμωμένους,
παίρνω ξυραφιές και τραβάω γραμμές πάνω τους.
Πέφτει ο ασβέστης και κλαίει.
Οι παλιές φωτογραφίες με κοιτούν αλαφιασμένες,
αμέσως ακούγεται στο σπίτι αυτό ένα κλάμα από βιολάκι,
ενα λαούτο αντρικό,
ένα μπαγλαμαδάκι αναμμένο σαν καντήλι.
.....
Απλώνεται γύρω μουσική
καθώς με αποφασιστικότητα αρχίζω να χορεύω με μάτι λυκίσιο κάπως γοητευτικό,
με βήματα αναποφάσιστα,
αναδεύω πειρασμούς στα κατάρτια του ουρανού,
βάζω χιόνι στο κεφάλι μου καθώς,
καθώς κι ένα κλαρίνο προσθέτει την παρέα του,
πρέπει τώρα να σηκώσω το κεφάλι μου,
τους ώμους μου να ισιώσω καθώς,
καθώς πέφτουν οι τοίχοι πάνω μου,
ω,
εξάλλου αυτό ήθελα,
γεμίζω ασβέστη και χιόνι,
ακούω τα θεμέλια που φεύγουν ματωμμένα.
.....
Τυφλωμένη από απελπισία συναντώ την ρίζα μου,
εγώ θα αποφασίσω πως θα την φυγαδεύσω,
πάντα ο πόνος είναι η αιτία να δραπετεύσω είτε δημιουργικά είτε απλώνοντας τα όρια.
.....
Το πολύ πολύ να καλέσω κι ένα σαξόφωνο
καθώς το σπίτι του Νότου θα χει περάσει στο δεύτερο σάστισμα,
Νοτιοανατολικά θα βρίσκονται τα πουλιά που καλούσα μικρή,
από κει θα ρθούν όταν η ρίζα μου θα χει γίνει καθρέφτης τεράστιος με σεντόνι πάνω του απλωμένο,
θα υπάρχει λίγος ήλιος να ζεσταίνονται μέσα του τραγούδια,
στίχοι σαν ψωμί ψημένο στα χέρια μου,
λάβετε φάγετε θα πω στα πουλιά,
αυτό ήταν το σπίτι μου και το αίμα μου....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου