O Άλκης ή Πάνος έβγαινε έξω από το σπίτι του με τα μάτια του χυμένα,
βελονιασμένη αίσθηση- παραίσθηση στο παλιό του παλτό,
σταμάτησε να κάνει όνειρα,
σταμάτησε να πίνει βιβλία και νότες
σταμάτησε να βλέπει αγγέλους και δαίμονες.
......
Κι όταν όλα αυτά τα σταμάτησε έπαψα κι εγώ λίγο γι αυτόν.
....
Ο Σταύρος ήταν ένα πράσινο πρεζόνι
δούλευε στο νεκροτομείο κι άνοιγε πτώματα,
μα περισσότερο από τα πτώματα ο εαυτός του τον φόβιζε.
......
Η Κατερίνα έφερνε δίσκους από το Άμστερνταμ,
έπαιζαν οι δίσκοι στο πλατώ,
το σχολείο είναι εφιάλτης της έλεγα κι αυτή δεν μίλαγε,
μόνο βόλτες με μηχανές με μακριά χέρια καβαλούσε και σιγοντάριζε στον θάνατο.
Όταν την είδα μετά από είκοσι χρόνια έβαφε τα μάτια της με στυλ λαικό.
.....
Ο ινδός φίλος της έφερνε κόκα,
πάνω στην μηχανή του ανέβαζε πάντα μια μαιμού χαρούμενη,
αυτή όταν εκείνος έφερνε στο σπίτι κορίτσια όλα τα ζήλευε,
βρήκε τρόπους να εκδηλώσει την ζήλεια της διώχνοντας τα όλα στο ταβάνι.
......
Το ταβάνι έσταζε έρωτα και θάνατο,
τον θάνατο τον έφερνα μέσα μου, δεν χρειάστηκε να τον μελετήσω με τεχνητή νόηση,
ο Μόρρισον μελετούσε αλάνθαστα το (κατά τον δαίμονα εαυτού).
Έπιασα να φοράω Ιούνιο μήνα παλτό και κόκκινα άρβυλα,
τα μάτια μου ζωγράφιζα με μαύρο καζάλ,
τις μέρες τσακωνόμουν με την μάνα μου,
τις νύχτες με τον εαυτό μου.
Όλοι οι εαυτοί μου με κορόιδευαν με ύφος μακάβριο,
τις κηδείες τις βαριόμουν, το ίδιο και κάτι άθλιους συγγενείς.
.....
Τις βόλτες μου στην Πλάκα τις έκανα σαν σκύλος,
έψαχνα ίχνη αισθητικής περίεργης, ασυνόδευτης από ανάλυση λογικής,
μελετούσα αυτούς που πέθαιναν νέοι,
πίστευα πως πέθαιναν σαν γίγαντες κουβαλώντας την αόρατη αορτή του κόσμου.
......
Κι από όλα που μου έμειναν από τότε, είναι πως η καλοσύνη φοβίζει,
μοιάζει να φορά στο χέρι της σαν γάντι υπερβολής την μοχθηρία,
πως η Πλάκα πάντα στάζει φως κι αλήθειες,
οι άνθρωποι είναι σφαλιστά καλειδοσκόπια που γυρεύουν κωδικούς ανοίγματος,
η μουσική μαζί με το δράμα είναι γνήσια έκφραση της τέχνης,
ο ήλιος πάντα βγαίνει στο ραντεβού του,
η θάλασσα στέκει σαν μητέρα όλων
κι οι γέροι ζηλεύουν στο βάθος την νεότητα,
οι ελεύθεροι σκλάβοι ζουν σε ελεύθερη πτώση
ενώ η ζωή πάντα ρέει,
ρέει,
ρέει.
......
Γραμμές παράλληλες οδηγούν στα λόγια Μηδέν Άγαν,
αλλά μου αρέσει να κυνηγάω τις ατέλειες,
όλες οι ατέλειες μοιάζουν να είναι άλογα,
ιππεύω ένα και βγαίνω έξω,
ενώ η ζωή πάντα ρέει,
ρέει,
ρέει....
βελονιασμένη αίσθηση- παραίσθηση στο παλιό του παλτό,
σταμάτησε να κάνει όνειρα,
σταμάτησε να πίνει βιβλία και νότες
σταμάτησε να βλέπει αγγέλους και δαίμονες.
......
Κι όταν όλα αυτά τα σταμάτησε έπαψα κι εγώ λίγο γι αυτόν.
....
Ο Σταύρος ήταν ένα πράσινο πρεζόνι
δούλευε στο νεκροτομείο κι άνοιγε πτώματα,
μα περισσότερο από τα πτώματα ο εαυτός του τον φόβιζε.
......
Η Κατερίνα έφερνε δίσκους από το Άμστερνταμ,
έπαιζαν οι δίσκοι στο πλατώ,
το σχολείο είναι εφιάλτης της έλεγα κι αυτή δεν μίλαγε,
μόνο βόλτες με μηχανές με μακριά χέρια καβαλούσε και σιγοντάριζε στον θάνατο.
Όταν την είδα μετά από είκοσι χρόνια έβαφε τα μάτια της με στυλ λαικό.
.....
Ο ινδός φίλος της έφερνε κόκα,
πάνω στην μηχανή του ανέβαζε πάντα μια μαιμού χαρούμενη,
αυτή όταν εκείνος έφερνε στο σπίτι κορίτσια όλα τα ζήλευε,
βρήκε τρόπους να εκδηλώσει την ζήλεια της διώχνοντας τα όλα στο ταβάνι.
......
Το ταβάνι έσταζε έρωτα και θάνατο,
τον θάνατο τον έφερνα μέσα μου, δεν χρειάστηκε να τον μελετήσω με τεχνητή νόηση,
ο Μόρρισον μελετούσε αλάνθαστα το (κατά τον δαίμονα εαυτού).
Έπιασα να φοράω Ιούνιο μήνα παλτό και κόκκινα άρβυλα,
τα μάτια μου ζωγράφιζα με μαύρο καζάλ,
τις μέρες τσακωνόμουν με την μάνα μου,
τις νύχτες με τον εαυτό μου.
Όλοι οι εαυτοί μου με κορόιδευαν με ύφος μακάβριο,
τις κηδείες τις βαριόμουν, το ίδιο και κάτι άθλιους συγγενείς.
.....
Τις βόλτες μου στην Πλάκα τις έκανα σαν σκύλος,
έψαχνα ίχνη αισθητικής περίεργης, ασυνόδευτης από ανάλυση λογικής,
μελετούσα αυτούς που πέθαιναν νέοι,
πίστευα πως πέθαιναν σαν γίγαντες κουβαλώντας την αόρατη αορτή του κόσμου.
......
Κι από όλα που μου έμειναν από τότε, είναι πως η καλοσύνη φοβίζει,
μοιάζει να φορά στο χέρι της σαν γάντι υπερβολής την μοχθηρία,
πως η Πλάκα πάντα στάζει φως κι αλήθειες,
οι άνθρωποι είναι σφαλιστά καλειδοσκόπια που γυρεύουν κωδικούς ανοίγματος,
η μουσική μαζί με το δράμα είναι γνήσια έκφραση της τέχνης,
ο ήλιος πάντα βγαίνει στο ραντεβού του,
η θάλασσα στέκει σαν μητέρα όλων
κι οι γέροι ζηλεύουν στο βάθος την νεότητα,
οι ελεύθεροι σκλάβοι ζουν σε ελεύθερη πτώση
ενώ η ζωή πάντα ρέει,
ρέει,
ρέει.
......
Γραμμές παράλληλες οδηγούν στα λόγια Μηδέν Άγαν,
αλλά μου αρέσει να κυνηγάω τις ατέλειες,
όλες οι ατέλειες μοιάζουν να είναι άλογα,
ιππεύω ένα και βγαίνω έξω,
ενώ η ζωή πάντα ρέει,
ρέει,
ρέει....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου