Οι πλάνες μου δίχως αριθμούς ξαπλωμένες βρίσκονται σε ένα παλιό ντιβάνι
Τρίζουν το σπαθί τους σαν αμαζόνες στο ανοιγόκλειμα των ματιών μου
Γελούν σαν τον Νέρωνα βάζοντας φωτιές στα πόδια μου, στα κάδρα της μνήμης
που κόκκινα αναδύεται από το ανακάτεμα των βυθών
Μου αρέσει να βρίσκομαι κοντά στα στοιχειά των νερών
το μεγαλείο του φευγιού το πυρωμένο του ήλιου
ξανθές στάσεις του δρόμου και με απορία ντυμμένες
.....
Αυτός που δεν πλανήθηκε μοιάζει τίποτε να μην ξέρει
σαν φοβισμένος αλιγάτορας βρίσκεται ανάμεσα στους άλλους και φοβάται την ήττα του
....
Δεν φοβάμαι την ήττα, την νίκη φοβάμαι
....
Ο έρωτας που δοξάστηκε από όλους τους άλλους, περιμένει
κάπου κρύβεται μην κουραστεί,
Του φωνάζω
Η αιωνιότητα μια νύμφη θερμή
καταπίνει την φωνή μου επιταχύνοντας την πτώση μου στους βάρβαρους
.....
Τείχη ακλόνητα με σιωπή,
είπα στο πρώτο πτηνό της ημέρας, πέτα αν θες μακριά μου,
είπα στον βοσκό της νιότης μου, δώσε μου πίσω την δύναμη μιας συγνώμης,
πάρε από εμένα την τρωτή ένα κομμάτι από δέρμα,
δώστο σε αυτόν που κρυώνει κι αυτός που κλαίει σιγανά κάνε το κλάμα του κεραυνό.
.....
Όλες οι πλάνες μου ακίνητες
με κοιτάζουν με οίκτο,
δεν χρειάζομαι οίκτο μόνο ενθάρρυνση,
να συνεχίζω βουβά να μην ενοχλώ κανέναν άλλο εκτός της λάμψης των αστεριών των τρεμάμενων
....
Οφείλω στην ισχύ της αγάπης μου
να στρώσω δρόμους για τον Ολυμπο
κάπου εκεί ένας θεός ξεκουράζεται, αναπαύει τα μάτια του γιατί πολλά αυτά που έχει δει,
γιατί πολλά αυτά που πλήγωσαν την κοινή πλευρά του με τον άνθρωπο.
.....
Μην φοβηθείς να με δικάσεις
κάποιος από όλους μου τους εαυτούς θα καταλάβει την γνώμη σου,
θα φιλήσει τα κρύα μάτια σου και θα τα κάνει ζεστά ξανά,
μόνο αγνώμων μην με πείς στα ζητήματα της ομορφιάς,
αυτήν κυνήγησα κι έκαμα πλάνες αμέτρητες κρατώντας όμως την μεριά της ακλόνητη μέσα μου,
την θριάμβευσα κάνοντας τον εαυτό μου χιλιάδες κομμάτια,
προκλητικά τα στόλισα στον αέρα...
Τρίζουν το σπαθί τους σαν αμαζόνες στο ανοιγόκλειμα των ματιών μου
Γελούν σαν τον Νέρωνα βάζοντας φωτιές στα πόδια μου, στα κάδρα της μνήμης
που κόκκινα αναδύεται από το ανακάτεμα των βυθών
Μου αρέσει να βρίσκομαι κοντά στα στοιχειά των νερών
το μεγαλείο του φευγιού το πυρωμένο του ήλιου
ξανθές στάσεις του δρόμου και με απορία ντυμμένες
.....
Αυτός που δεν πλανήθηκε μοιάζει τίποτε να μην ξέρει
σαν φοβισμένος αλιγάτορας βρίσκεται ανάμεσα στους άλλους και φοβάται την ήττα του
....
Δεν φοβάμαι την ήττα, την νίκη φοβάμαι
....
Ο έρωτας που δοξάστηκε από όλους τους άλλους, περιμένει
κάπου κρύβεται μην κουραστεί,
Του φωνάζω
Η αιωνιότητα μια νύμφη θερμή
καταπίνει την φωνή μου επιταχύνοντας την πτώση μου στους βάρβαρους
.....
Τείχη ακλόνητα με σιωπή,
είπα στο πρώτο πτηνό της ημέρας, πέτα αν θες μακριά μου,
είπα στον βοσκό της νιότης μου, δώσε μου πίσω την δύναμη μιας συγνώμης,
πάρε από εμένα την τρωτή ένα κομμάτι από δέρμα,
δώστο σε αυτόν που κρυώνει κι αυτός που κλαίει σιγανά κάνε το κλάμα του κεραυνό.
.....
Όλες οι πλάνες μου ακίνητες
με κοιτάζουν με οίκτο,
δεν χρειάζομαι οίκτο μόνο ενθάρρυνση,
να συνεχίζω βουβά να μην ενοχλώ κανέναν άλλο εκτός της λάμψης των αστεριών των τρεμάμενων
....
Οφείλω στην ισχύ της αγάπης μου
να στρώσω δρόμους για τον Ολυμπο
κάπου εκεί ένας θεός ξεκουράζεται, αναπαύει τα μάτια του γιατί πολλά αυτά που έχει δει,
γιατί πολλά αυτά που πλήγωσαν την κοινή πλευρά του με τον άνθρωπο.
.....
Μην φοβηθείς να με δικάσεις
κάποιος από όλους μου τους εαυτούς θα καταλάβει την γνώμη σου,
θα φιλήσει τα κρύα μάτια σου και θα τα κάνει ζεστά ξανά,
μόνο αγνώμων μην με πείς στα ζητήματα της ομορφιάς,
αυτήν κυνήγησα κι έκαμα πλάνες αμέτρητες κρατώντας όμως την μεριά της ακλόνητη μέσα μου,
την θριάμβευσα κάνοντας τον εαυτό μου χιλιάδες κομμάτια,
προκλητικά τα στόλισα στον αέρα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου