Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Η καφέ αρκούδα


Προχωρούσαμε με την κόρη μου στο βουνό , και ο ήλιος, μας ζέσταινε την πλάτη, η μικρή με ακολουθούσε, και εγώ έψαχνα για φαγητό. Τα πουλιά και τα αγριογούρουνα μας είχαν ειδοποιήσει για αυτά τα πλάσματα που λέγονται άνθρωποι. Πρόσεχα πάντα που γυρνούσα.Τώρα περισσότερο που είχα παιδί. Γλείφαμε τις γούνες μας και γυάλιζαν στον ήλιο. Ξαπλώναμε ανάποδα και την είχα επάνω μου, μετά μας άρεσε να κατρακυλάμε και να φτάνουμε εκεί που υπήρχε μέλι. Βυθίζαμε το στόμα μας μέσα και νιώθαμε μια ατέλειωτη ευδαιμονία να μας γεμίζει. Ύστερα τρέχαμε στο ποτάμι και άρχισα να της μαθαίνω να πιάνει ψάρια. Της άρεσαν τα τραγούδια των πουλιών. Κάτω από τα δέντρα ξαπλώναμε και ακούγαμε με βαθιά συγκίνηση το ζευγάρωμα τους και τα τραγούδια τους. .......... Αλλά ας επανέλθω στους ανθρώπους. Έμαθα γι αυτούς από μια αδελφή μου που τους ξέφυγε , την είχαν φυλακίσει περνώντας της αλυσίδες και την χτύπαγαν ενώ με τον ήχο ενός ταμπούρλου την ανάγκαζαν να χορεύει όρθια στα πόδια της... Μου τους περιέγραψε με τα πιο άσχημα λόγια κι εγώ από τότε φοβήθηκα. Όμως μετά από κάποιον καιρό κάποιοι άνθρωποι που τους έλεγαν Αρκτούρο ή ανήκαν στην ομάδα αυτή με έκαναν να αλλάξω γνώμη. Δεν είναι όλοι ίδιοι. Αυτοί μας πρόσεχαν, πρόσεχαν και έλεγαν πως πρέπει να προστατευτούμε σαν εξαφανιζόμενο είδος , έλεγαν πως η καφέ αρκούδα χρειάζεται προστασία και μας αγαπούσαν. Κάποιοι πολύ τολμηροί αδελφοί μας έτρωγαν από τα χέρια τους. Και εμείς είχαμε τόλμη και αυτοί που δεν φοβόντουσαν μην τους φάμε τα χέρια. Εκεί λοιπόν κάπου μπερδεύτηκα αλλά αποφάσισα απλώς πως δεν είναι όλοι ίδιοι και ξεμπέρδεψα με τις σκέψεις μου αυτές... .......... Η κόρη μου άρχισε να τρέχει για την φωλιά μας. Κάποια στιγμή σκόνταψε και άρχισε να κλαίει καθώς πόνεσε στα πόδια της. Την κράτησα αγκαλιά κι άρχισα να την γλείφω, σταμάτησε μετά από λίγο. Περπατούσα με το παιδί στην αγκαλιά μου και ήθελα λίγο ακόμη για να βρεθώ στην φωλιά μας. Πρώτα άκουσα ένα σούρσιμο στους θάμνους. Θάμνοι και φύλλα που τα πατούσαν πόδια ανθρώπου κι όχι κάποιου δικού μας. (Τι καλά, σκέφτηκα, θα είναι κάποιος από τον Αρκτούρο και θα μας δώσει φαγητό). Αλλά πολύ γρήγορα άκουσα και κάποιον άλλο θόρυβο. Ένας κρότος έσκισε τον αέρα κι ο αντίλαλος του ακουγόταν από το φαράγγι που ήταν απέναντι. Τα πουλιά πέταξαν μακριά τρομαγμένα. Μια μεταλλική λάμψη έφτασε στα μάτια μου, κράτησα την κόρη μου σφιχτά και άρχισα να τρέχω. (ΔΕν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι), θυμήθηκα. Έτρεχα και τους άκουγα να τρέχουν, πρέπει να ήταν δυο. Έσκιζα τους θάμνους με το βάρος μου. Η ανάσα μου κοβόταν. Το παιδί μου έκλαιγε, δεν μπορούσα να το ησυχάσω. Είδα την λάμψη των κυαλιών τους, την λάμψη της καραμπίνας τους. (Έχω παιδίιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι), τους φώναζα, (αφήστε με ,έχω παιδιιιιιιιιιιιιί). Λίγο ακόμη να φτάσω στην φωλιά μας. Αχ, να βαστήξω ακόμη, λίγο ακόμη, λίγο ακόμη. Έβλεπα πια την φωλιά από μακριά όταν ο κρότος έσκισε τον αέρα και ξανά τα πουλιά πέταξαν τρομαγμένα μακριά. Τότε ακριβώς αίμα άρχισε να τρέχει πάνω μου, το μονάκριβο παιδί μου έπαψε να κλαίει κι έγειρε άψυχο το κεφάλι του πίσω. Η γούνα του από καφέ έγινε κόκκινη, δεν πρόλαβα να το φιλήσω, δεν πρόλαβα να το δω να κυνηγάει τις πεταλούδες, δεν πρόλαβα καν να το εκπαιδεύσω στο κυνήγι της τροφής, δεν πρόλαβα να του δείξω πόσο απέραντη ήταν η αγάπη μου... (Σκοτώστε μεεεεεεεεεεεεεεεεεεε), τους φώναξα και στάθηκα ορθια στα δυο μου πόδια, κρατούσα το άψυχο κορμάκι της και ούρλιαζα . Όλα τα ζώα του δάσους με άκουσαν και κάλεσαν το ένα το άλλο σε συναγερμό. Με βρήκε η σφαίρα κατάστηθα, πέφτοντας κάτω δεν άφησα το παιδί μου από πάνω μου. Καθώς πέθαινα ζαλισμένη από το πόνο είδα τα σύννεφα να φτιάχνουν τα τελευταία σχήματα για εμένα. Μου φάνηκε σαν να είδα δάκρυα στον ουράνιο θόλο. Έπειτα το κάψιμο της πληγής μου σταμάτησε απότομα. Τους είδα να στέκονται από επάνω μου. Δεν ήταν από τον Αρκτούρο, 'ηταν αυτοί που λέγονται κυνηγοί. (Δεν είναι όλοι ίδιοι), σκέφτηκα και έκλεισα τα μάτια μου χωρίς να αφήσω από επάνω μου την μονάκριβη κόρη μου... Η καφέ αρκούδα ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΚΟΥΔΑ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΣΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΕΙΔΗ ΚΤΗΝΗ, ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑ. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ ΒΡΗΚΑΝ ΤΗΝ ΚΑΦΕ ΑΡΚΟΥΔΑ ΝΕΚΡΗ ΑΠΟ ΣΦΑΙΡΑ . ΣΦΑΙΡΑ ΕΠΙΣΗΣ ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΚΟΥΔΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ. Είναι γνωστό, ο άνθρωπος περιφέρει την άθλια ύπαρξη του δείχνοντας με θράσος πως ο φόβος, του φόβου του θανάτου, αντί να τον ημερέψει, τον κάνει πιο άγριο και επικίνδυνο για όλα τα είδη του ζωικού βασιλείου και φυσικά και για τον ίδιο τον εαυτό του...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου