Ρακένδυτος και μόνος, ήταν ο γέρος, στην γωνία της Ακαδημίας/
Άργησα να καταλάβω πως ήταν πεθαμένος/
Από τη τσέπη του παλτού του εξείχε ένα χαρτάκι , έγραφε, -κανείς δεν υπάρχει για σένα, αν δεν έχεις φράγκα-
Σκέφτηκα, άραγε κανείς δεν τον αγάπησε;
Και τότε πρόσεξα τις γυμνές του πατούσες, λευκές, σαν ορχιδέες πληγωμένες/
Ή θα μπορούσες να πεις και σαν μωρού/
Γιατί ο γέρος πριν πεθάνει ξανά βρέφος γίνεται/
Τα μάτια του ήταν ανοιχτά και κοιτούσαν τον ουρανό/
Οι πεζοί έτρεχαν να προλάβουν τις εκπτώσεις, ένα τετράγωνο πίσω από τον γέρο ένα πολυκατάστημα γεμάτο/
Όταν ήρθε το ασθενοφόρο είχα προλάβει να διώξω από επάνω μου την ακαμψία μου μπροστά στον θάνατο/
Του είχα κλείσει τα μάτια για να μην ενοχοποιείται ο ουρανός/
Πρόλαβα να του πάρω το χαρτάκι και να το χώσω στην τσέπη μου/
Και καθώς χάθηκα στο πλήθος, χάιδευα τις λέξεις με τα χέρια μου, σαν να ήξερα το σύστημα των τυφλών/
Τυφλή κι εγώ αφού ζω ανάμεσα στους τυφλούς/
Μόνο το χαρτάκι θα θυμίζει τον θάνατο του/
Κι εκείνες οι λευκές πατούσες που μου θάμπωσαν τα μάτια..
Λευκές κι αθώες ήταν αγάπη μου, σαν ορχιδέες..
Ο γέρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου