Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014


Ο πόλεμος είναι σε πλήρη εξέλιξη. Μία από τις συνέπειες του είναι να διστάζεις, εννοώ να διστάζεις να αρπάξεις από τα μαλλιά τούτο το κουφάρι που λέγεται ζωή. Κάποτε πήγα να δω μια τελετή , έτσι πίστευα πως θα είναι, να ξεθάβεις κάποιον, μετά από τρία χρόνια, μια τελετή. Στην πραγματικότητα αυτό που ξέθαψε ο νεκροθάφτης ήταν ένα κουστούμι με ακέραιη την πλάτη και το στέρνο, το φόρτωσε σε ένα καρότσι και τράβηξε να το θάψει για αλλού, καμία τελετή δεν συνέβη , μόνο τα κελαιδίσματα των πουλιών με επανέφεραν στην φρικτή πραγματικότητα. Η πραγματικότητα η δική μου ήταν πως έβλεπα να ξεθαύουν ένα κοτόπουλο. Ο θάνατος ήταν ένα κοτόπουλο. Ξαναπήγα στο Α κοιμητήριο για να ξαναδώ τους αγαπημένους μου. Ηθοποιούς και άλλους, μα και την ωραία κοιμωμένη, αυτήν που αγάπησε με φρικτό τρόπο ο Χαλεπάς και την έκανε αυτό το ολάνθιστο αριστούργημα. Επικαλέστηκα μια πρόφαση και της φίλησα το χέρι, το παγωμένο μάρμαρο με επανέφερε στην πραγματικότητα. Μετά πήγα να δω τον εγκαταλειμμένο τάφο του λατρεμένου μου συγγραφέα, αυτού που έζησε και έγραψε με πάθος. Εκεί ακριβώς θάφτηκε και ο πατέρας μου, ποιός θα το φανταζόταν; ένας φτωχός νησιώτης μαραγκός να θαφτεί στο Α νεκροταφείο ε; Μα αυτό συνέβη, γιατί ένας γνωστός που έφτιαχνε τα μάρμαρα στους τάφους, μας βρήκε μέσον για να θαφτεί εκεί, βλέπεις ο πατέρας θα έπρεπε να περιμένει μια εβδομάδα περίπου στον νεκροθάλαμο γιατί όλα τα άλλα ήταν γεμάτα... Έτσι ο ο Αντώνης ο Σερέτης κοιμήθηκε εκεί. ΜΕτά πήγα αυτό που έμεινε μέσα σε ένα κασελάκι στο νησί.. Στα λέω αυτά γιατί με επηρεάζει ο καιρός αυτός κι ο πόλεμος των ανθρώπων και σκέφτομαι λυπημένα, επίσης θυμάμαι το μούχρωμα των δακρύων... Χτες σε ένα μπαράκι στα Εξάρχεια μιλούσα με έναν φίλο που είχα να τον δω χρόνια. Τον είχαμε γνωρίσει στο νησί. Γνώρισε τον πατέρα , την γιαγιά και τον παππού μου. Αυτός ο αξιαγάπητος λοιπόν άνθρωπος μ]έχει μνήμη καταπληκτική, μου θύμισε σκηνικά που τα είχα χώσει σε μια Στέπα αγνώστου προέλευσης.. Έπινα το τελευταίο μου ποτό όταν πιάσαμε να μιλάμε για τον πολιτισμό. Γύρισε και μου είπε με την ηρεμία ενός Βούδα, (εμείς οι άνθρωποι πιστεύουμε πως επικοινωνία και πολιτισμός ξεκινούν από την γλώσσα. Γι αυτό έχουμε ξεχάσει τα αρχέγονα μας ένστικτα. Έχουμε κι άλλους τρόπους να επικοινωνήσουμε, δεν είναι μόνο ο λόγος). Σαφώς δεν είπε κάτι καινούργιο το παιδί αλλά μίλησε πολύ σωστά. Σήμερα με το κασκόλ στον λαιμό και τα χέρια στις τσέπες προχωρούσα στην Ακαδημίας και σκεφτόμουν... Μυριζόμαστε, γευόμαστε ο ένας τον άλλο; Ακούμε την συμπάθεια ή την αμοιβαία αντιπάθεια; Αυτό το αρχαίο ένστικτο σε ποια κρυμμένη πηγή βρίσκεται; ή μήπως δεν παρουσιάζεται για να μην μας φανερώσει πόσο αλήθεια ευάλωτοι είμαστε; Είμαστε το παν και το τίποτε σαν να στρίβεις το νόμισμα. Ανάμεσα στο χάος... Και στην τύχη.. Άκου με αγάπη μου, αυτός ο πόλεμος μοιάζει σαν εκείνο το κοτόπουλο που φαντάστηκα μπροστά στον τάφο.. Και η ζωή μοιάζει σαν το κουφάρι... Από εσένα θα ξεκινήσω μια μικρή κατάργηση του λόγου, από εσένα περιμένω τα περισσότερα για να ξεχάσω τα χαλάσματα και τους νεκρούς και τους χαμένους.. Εμείς ακόμη ζούμε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου