Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014


Το γραμμόφωνο βαρούσε το 45άρι, ο Διονυσίου έσβηνε το καντήλι του και το έσβηνε μαζί του κι ο Μιχάλης, πιωμένος όπως πάντα , το κεφάλι κάτω, το σαγόνι να αγγίζει στην αρχή του στήθους του και τα δάκρυα να πέφτουν ποτάμι. Έλεγε στην μικρή Έλλη, την κόρη του, λίγο πριν νιώσει πως τελείωνε το τραγούδι, ( Έλλη, βάλε παιδί μου πάλι από την αρχή το τραγούδι, ο μπαμπάς θέλει να το ακούσει ξανά). ΚΙ η Έλλη άρχισε να διαγράφει μέσα της το σχήμα της λύπης και του πόνου καθώς άκουγε τα λόγια και έβλεπε τον πατέρα της να κλαίει. Μισούσε το σχολείο και την δασκάλα, πρόλαβε να τα μισήσει στην Πρώτη Δημοτικού, είχε πετάξει την σάκα και έβλεπε τον πατέρα της να γίνεται ποτάμι. Ήξερε. Ήξερε γιατί το τραγούδι αυτό μίλαγε μέσα του, ήξερε και πως κάθε που έπινε ο πατέρας, δηλαδή κάθε ημέρα, γινόταν άλλος. Δεν ήταν πως φώναζε, ήταν πως γινόταν σαν ένα κουτάβι με λυπημένα μάτια. Τον έτρωγε ένα σαράκι. Αυτό το σαράκι ζήταγε κρασί, έπαιρνε την Έλλη στην ταβέρνα και της μάθαινε να ακούει Τσιτσάνη και Μάρκο, εκεί της μίλαγε για την ζωή μόλις το αλκοόλ κατέβαινε στο αίμα του. Η Έλλη δεν ήθελε να πονάει ο πατέρας της, δεν ήθελε να πονάει κανείς. Αλλά τώρα σε εκείνο το υπόγειο ήξερε πως η μητέρα της τον έδιωχνε, του είχε πει να μαζέψει τα πράγματα του σε μια καταραμένη καφέ βαλίτσα. Η ψυχή, η ψυχή σαν χελιδόνι φεύγει απ τα χείλη μου, ούτε αδελφός αγόρι μου δεν νοιάστηκε για σένα, άκουγε η Έλλη τα λόγια και τον έβλεπε να τα τραγουδάει και να σπαράζει σαν το ψάρι.. Και ξανά ο δίσκος να στροφάρει. (Πιο δυνατά παιδί μου), της είπε και σηκώθηκε κι άρχισε να χορεύει. Τον έβλεπε να φεύγει, τον ένιωθε να πονάει και ήθελε να τον ακολουθήσει με εκείνη την καφέ βαλίτσα... Η μητέρα της είχε δίκιο αλλά εκείνη δεν το καταλάβαινε αυτό, δεν την ένοιαζε αν έπινε ο πατέρας, την ένοιαζε που ο πόνος της φυγής του την χάραζε με ξυράφια. Η μητέρα της ήταν από ένα ορεινό χωριό γεμάτο πέτρες, φτώχεια και έναν πατέρα που έστειλε τα παιδιά του στα δέκα τους χρόνια στην Αθήνα να δουλέψουν , εκεί η Έλλη κάποτε, πολύ μετά άκουσε την φράση -μην πιστεύεις πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει ευτυχισμένος, αυτό είναι ψέμα-. Είχαν ερωτευτεί παράφορα οι γονείς της στην Αθήνα, κάπου στην Πλάκα ήταν σαν γνωρίστηκαν κι εκεί και παντρεύτηκαν.. Η ψυχή, η ψυχή σαν χελιδόνι, τραγούδαγε ο Μιχάλης και χόρευε παραπατώντας.. Η μικρή χτυπούσε παλαμάκια όπως είχε δει να κάνουν τόσες φορές οι φίλοι του Μιχάλη στην ταβέρνα όταν σηκωνόταν να χορέψει.. Ξεσήκωνε κάθε του κίνηση και μετά τις έβαζε να τις κάνουν οι κούκλες της.. Ξαφνικά μπήκε η μητέρα της, τα μάτια της πετούσαν φωτιές, το υπόγειο έμοιαζε να είναι έτοιμο να σηκωθεί να φύγει πετώντας.. (Δεν ντρέπεσαι να πίνεις και να βάζεις το παιδί να σου χτυπάει παλαμάκια ενώ πρέπει να διαβάσει;) Του είπε και αμέσως τράβηξε τον δίσκο από το γραμμόφωνο, το γραμμόφωνο στρίγκλισε. Στρίγκλισε κι η Έλλη, αφηνίασε κι έπεσε επάνω στην μάνα της. (Δεν θέλω να διαβάσω, μισώ το σχολείο και την δασκάλα, εγώ θέλω τον μπαμπά μου), είπε και έπεσε επάνω στην μάνα της τραβώντας την από το φουστάνι. (Σςςςς, θα μας ακούσουν οι γείτονες, σκάσε, ίδια ο πατέρας σου θα γίνεις, άχρηστη). Ο Μιχάλης δεν μίλησε άλλο. Τρεκλίζοντας, μάζεψε τα πράγματα του και τα έβαλε στην βαλίτσα. Η μικρή φώναζε. Η ψυχή σαν χελιδόνι έφευγε από το σπίτι. Η ψυχή της έφευγε μακριά γιατί ο πα΄τέρας της ήταν η ψυχή της... Η ζωή που την μάθαινε, οι ιστορίες της Τρούμπας, τα ρεμπέτικα και το νησί, ο Μάρκος κι ο Τσιτσάνης κι η συννεφιασμένη Κυριακή. Κυριακή ήταν σαν έφυγε ο πατέρας από το σπίτι. όλη την νύχτα στο μαξιλάρι άφηνε σύννεφα από δάκρυα. Έμαθε με τον πιο άγριο τρόπο να θρηνεί βουβά. Από πείσμα για την μάνα της, από άμυνα για να μην γίνει πόνος όπως αυτός που είχε δει να πνίγει τον Μιχάλη εκείνη την Κυριακή.. Όταν την χτύπαγε με τον χάρακα η δασκάλα της δάγκωνε τα δόντια της, για να μην δει την ικανοποίηση στο βλέμμα της, να μην ακούσει το γέλιο της κοροιδίας των άλλων παιδιών.. Γιατί η Έλλη ήταν ήδη αλλού, ταξίδευε μέσα στην τάξη όπου ζήταγε η καρδιά της... Μα ποτέ ότι κι αν συνέβη δεν είπε μέσα της, εγώ μια μέρα θα σαν γαμήσω όλους, όπως της έλεγε ένας φίλος της που έκλεβε μηχανάκια. Και σαν ισορρόπησαν οι ζωές των γονιών της , πήγαινε όλο το Καλοκαίρι στο νησί κι έμενε με τον πατέρα, τον παππού και την γιαγιά της. Κι εκεί έβρισκε ξανά την ψυχή της.. Και τον πατέρα , που την μάθαινε τι σημαίνει αξιοπρέπεια και αγάπη, και τον παππού που όλο διάβαζε και μιλούσε με παραβολές. Από τον πατέρα της δεν έφαγε ποτέ ένα χαστουκι, αρκούσε ένα βλέμμα του για να της δείξει την διαφωνία του... Πολύ αργότερα ο Μιχάλης πέθανε. Αλλά η Έλλη ποτέ δεν ξεχνάει εκείνη την Κυριακή που της πήραν την ψυχή της...κι όποτε ακούει την συννεφιασμένη Κυριακή και το βρέχει φωτιά στην στράτα μου σηκώνεται και το χορεύει. Κάποτε ένας φλώρος με γραβάτα, κοιλιά τερατώδη και πούρο, της είπε πως οι γυναίκες δεν κάνει να χορεύουν ζειμπέκικα. Τον κοίταξε άγρια και του είπε πως αυτό θα έπρεπε να ισχύει για τα λαμόγια και τους φλώρους σαν και του λόγου του.. Η Έλλη συνέχισε να χορεύει κι ο χοντρός έβαλε στο ποτήρι του ουίσκι. Τις μισούσε κάτι τέτοιες γυναίκες.. Αυτός ήξερε πως όλες του την έπεφταν, είχε πολλά φράγκα και η φάτσα του μόστραρε στις κοσμικές σελίδες...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου